Friday, 17 May 2024
02
12
2023
Για τους παλαιότερους Καβαλιώτες, για όσους τον γνώριζαν ήταν ο φίλος, ο διανοούμενος, ο άνθρωπος που είχε συνδέσει το όνομά του τόσο με την ιστορία της Καβάλας όσο και με μεγάλα πολιτικά γεγονότα. Το 2012 ο δήμος Καβάλας θέλοντας να τιμήσει τον Βασίλη Βασιλικό για το πολυσήμαντο συγγραφικό του έργο έδωσε το όνομά του στη δημοτική βιβλιοθήκη, σε μια σεμνή τελετή, με τον συγγραφέα να μην κρύβει τότε τη συγκίνησή του. Έκτοτε, το ενδιαφέρον του για τη βιβλιοθήκη που έφερε το όνομά του ήταν διαρκές και ζωντανό. Αρχικά, δώρισε σε αυτήν το μεγαλύτερο μέρος της προσωπικής του βιβλιοθήκης. Στη συνέχεια, την εμπλούτιζε σε τακτά διαστήματα με καινούργιους τίτλους βιβλίων. Δεν ήταν λίγες οι φορές επίσης που αποδεχόταν προσκλήσεις για να παρουσιάσει βιβλία φίλων Καβαλιωτών συγγραφέων. Η διευθύντρια της δημοτικής βιβλιοθήκης Καβάλας Κατερίνα Κουμανίδου, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, θυμήθηκε τα πάντα γεμάτα καλοσύνη τηλεφώνηματά του προκειμένου να ρωτήσει αν χρειάζονται κάτι, να ενδιαφερθεί για τη λειτουργία της. «Ήθελε», επισημαίνει η κ. Κουμανίδου, «να κρατάει επαφή και επικοινωνία με την πόλη και τους ανθρώπους της. Τον θαύμαζα πάντα για το αδάμαστο πνεύμα του και την αιώνια εφηβεία του. Θα μας λείψει». Ο δήμαρχος Καβάλας Θόδωρος Μουριάδης στο συλλυπητήριο μήνυμά του σημειώνει πως «ο Νοέμβριος έφυγε παίρνοντας μαζί του έναν από τους πιο καταξιωμένους Καβαλιώτες, γεμίζοντας θλίψη τα εκατομμύρια των αναγνωστών του, οι οποίοι, μέσα από αφηγήσεις και μυθοπλασίες, έμαθαν κομμάτια της Ιστορίας και της καθημερινότητας που άλλοι θέλησαν να κρύψουν ή να σβήσουν». «Σπουδαίος, πολυβραβευμένος, πολυμεταφρασμένος», συνεχίζει ο δήμαρχος, «έφτασε τον λόγο της γραφής του μέχρι τα πέρατα του κόσμου, πλήρωσε τούς αγώνες του για τη Δημοκρατία με εξορία, πλούτισε την ελληνική τηλεόραση με τις εκπομπές του και, ως πολιτικό ον που ήταν πάντοτε, αξιώθηκε να γίνει και βουλευτής Επικρατείας. Στην επόμενη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου θα συζητηθούν και θα αποφασιστούν περαιτέρω εκδηλώσεις τιμής στη μνήμη του».
more
27
11
2023
Αυτό το «Παραμύθι» ή «Θρύλος», όπως είναι ο υπότιτλος στο πρωτότυπο, ήταν το τελευταίο μυθιστόρημα του Ρέιμοντ· κυκλοφόρησε σε αυτόνομη έκδοση το 1924 και την ίδια χρονιά ο συγγραφέας τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, υποσκελίζοντας συνυποψηφίους όπως οι Τόμας Μαν, Τόμας Χάρντυ και Τζορτζ Μπέρναρντ Σω. «Στο έργο, ο Ρέιμοντ μας λέει ότι ο αγώνας για την ουτοπία είναι εξ αρχής χαμένος γιατί δεν έχει χειροπιαστό στόχο» επισημαίνει η μεταφράστριά του, Αναστασία Χατζηγιαννίδη, εντεταλμένη διδάσκουσα Πολωνικής Γλώσσας και Πολιτισμού στο Τμήμα Ρωσικής Γλώσσας και Φιλολογίας και Σλαβικών Σπουδών ΕΚΠΑ, η οποία στη σκευή της έχει μεταφράσεις στη γλώσσα μας έργων των Όλγκα Τοκάρτσουκ και Έντουαρντ φον Κάιζερλινγκ, μεταξύ άλλων. Ξεναγώντας μας στο μυθιστόρημα, η Αναστασία Χατζηγιαννίδη τονίζει ότι η εικονοποιία της φύσης το διαπερνά· οι εικόνες περιγράφουν το μεγαλείο της φύσης που αποτελείται από ομορφιά: «Ο ήλιος έπαιζε τον ύμνο του μεσημεριού· ο πυρωμένος αέρας παλλόταν στη μουσική της λαύρας και όλες οι φωνές της φύσης - και ήταν αναρίθμητες - ενώνονταν σε αυτή τη χρυσή συμφωνία φωτός. Τα πάντα ήταν ήχος, χρώμα και συνάμα ένα φασματικό περίγραμμα.» Αποτελείται όμως και από βιαιότητα: «Και να, από τα χωράφια της σίκαλης έφτασε το διαπεραστικό κλάμα του λαγού που πνιγόταν. [...] Οι κουκουβάγιες σταμάτησαν ξαφνικά τις ερωτικές τρίλιες και σκόρπισαν τα πούπουλά τους σαν ματωμένο περιάνθιο. [...] Αυτό συνέβαινε κάθε λίγο και σχεδόν σε κάθε γωνιά δινόταν αδυσώπητη μάχη για τη ζωή.» Καθώς προχωρά το έργο, οι εικόνες δημιουργούν υποβλητική ατμόσφαιρα ανοικειότητας και δυστοπίας: «Όλα χάθηκαν σε ένα αδιαπέραστο γκρίζο, ενώ κάτω από το σφυροκόπημα των αδιάκοπων βροντών η γη έμοιαζε να γκρεμίζεται σε απύθμενο βάραθρο. Όλη η πλάση είχε παγώσει από θανάσιμο τρόμο. Ασύλληπτες δυνάμεις ποδοπατούσαν την τρεμάμενη γη. Τον όλεθρο έψαλλαν οι κεραυνοί. Όλεθρο ούρλιαζαν οι ανεμοθύελλες που σηκώνονταν στο σκοτάδι, κι έμοιαζε η γη με κουρνιαχτό που έσερναν μέχρι το άπειρο.» Η ιδέα της εξέγερσης γεννιέται στο μυαλό του σκύλου Ρεξ από την προσωπική ανάγκη εκδίκησης για τις αδικίες που έχει υποστεί από τους ανθρώπους, αναφέρει η μεταφράστρια: «Τον έδιωξαν από το σπίτι και τον έσπρωξαν στο ναδίρ της δυστυχίας. Ολοένα και πιο έντονα ένιωθε την αδικία. Ήταν μια ανεπούλωτη πληγή από την οποία έσταζε στην καρδιά του η επιθυμία να εκδικηθεί άγρια τον άνθρωπο.» Αναλογιζόμενος τον άνθρωπο, ο Ρεξ σκεφτόταν: «Αυτό το δίποδο διαφέντευε μονάχο του τον κόσμο. Κάτω από τη στυγνή κυριαρχία του ζούσαν όλα τα πλάσματα. Ο θάνατος και η ζωή ήταν στην εξουσία του. Ήταν παντοδύναμο! Ο δημιουργός και μαζί ο δήμιος των πάντων.» Στο δάσος όπου ο Ρεξ έχει καταφύγει δέχεται μαθήματα περί ελευθερίας από τον μπούφο, ο οποίος του λέει: «Οι άνθρωποι σε δίδαξαν την ελευθερία τους με το ραβδί και την πείνα. [...] Για να εκτιμήσεις την ελευθερία, πρέπει να γεννηθείς ελεύθερος.» Τα λόγια των γερανών για μέρη μακρινά του ξυπνούν την επιθυμία να αναζητήσει εκεί την ευτυχία και την ελευθερία, επισημαίνει η Αναστασία Χατζηγιαννίδη: «Η ιδέα να μεταναστεύσει εκεί από όπου έρχονται οι γερανοί, σε εκείνους τους ευλογημένους τόπους, όπου δεν υπάρχουν άνθρωποι και κυριαρχεί η ελευθερία και η ευτυχία.» Ωστόσο, το να φύγει μόνος του για μέρη μακρινά, δεν είναι τρόπος για να εκδικηθεί τους ανθρώπους, γιατί δεν θα λείψει σε κανέναν. Έτσι δεν θα ικανοποιηθεί το ένστικτο της εκδίκησης, οπότε εμπλέκει όλα τα ζώα και με το σύνθημα «Η εκδίκηση είναι ο νόμος των αδικημένων» τα ξεσηκώνει να αφήσουν τον άνθρωπο. Αυτό θα είναι η τέλεια εκδίκηση! Επενδύει το σχέδιό του με μπόλικη ιδεολογία, υποσχέσεις, οράματα και ξεσηκώνει τα ζώα προς τη Γη της Επαγγελίας, προς μία ουτοπία, σε μία περιπέτεια που ούτε κι ο ίδιος ξέρει πού θα καταλήξει, συνεχίζει η μεταφράστρια. Και επιδιώκει ισότητα: «Δεν τους ταλανίζει η καθημερινή έγνοια της επιβίωσης, επειδή γι’ αυτή δουλεύουν χιλιάδες επί χιλιάδων δικά μας γένη, δουλεύουν τα νερά, ο αέρας, ο ήλιος, η γη και όλη η πλάση. Αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της δύναμής τους. Λείπουν οι δούλοι και τελειώνει το μεγαλείο τους. Θα γίνουν πιο άθλιοι και ανυπεράσπιστοι από εμάς τους ίδιους. Τότε θα επικρατήσει πραγματική ισότητα!» Καλεί τα ζώα σε εξέγερση: «Ήρθα για να απελευθερώσω το γένος μας από την ανθρώπινη αθλιότητα. Ετοιμαστείτε.» Αφοσιώνεται σε αυτή τη μεγάλη ιδέα που πλέον του έχει γίνει εμμονή: «Πέρα από αυτόν τον υψηλό στόχο δεν υπήρχε πια τίποτα άλλο.» Ενστερνίζεται τον ρόλο του ηγέτη: «Σήκωνε περήφανα το κεφάλι, αγκαλιάζοντας με αίσθημα φροντίδας τον κόσμο όλο, είχε πλέον αυτοανακηρυχθεί άρχοντας και κύριός του» γράφει ο Ρέιμοντ. Αν και ο Ρεξ ταυτίζει τη μοίρα του με αυτή των οικόσιτων ζώων που ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται, στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε ίδιος ούτε ίσος με αυτά· αντιθέτως, είναι ένας εκλεκτός του ανθρώπου, που έχει μεγαλώσει με αυτόν, γνωρίζει τους τρόπους και τον λόγο του και έχει υιοθετήσει τη συμπεριφορά του, υπογραμμίζει η μεταφράστρια. Σε πολλά σημεία επισημαίνεται πως ο Ρεξ έχει ανθρώπινα στοιχεία: «Παλιότερα δεν τον ένοιαζε τι γινόταν έξω από το αρχοντικό: ένιωθε σαν το αφεντικό του και αντιμετώπιζε όλα τα πλάσματα σχεδόν σαν άνθρωπος. Υπήρχαν για να τα πνίγει, να τα κυνηγάει και να τα χρησιμοποιεί για παιχνίδια. Ανάλογα με την εντολή του κυρίου του. Τα χώριζε από τον ίδιο ένα απύθμενο βάραθρο που έμοιαζε σχεδόν με αυτό της ανθρώπινης ύπαρξης». Ο ηγέτης ανδρώνεται· είναι εντυπωσιακή η εικόνα του πώς από την αθλιότητα φτάνει να παίρνει ύψος και να γίνεται σαν λιοντάρι. Στη αντιπαράθεση των ζώων με τους ανθρώπους, «ο Ρεξ, διασχίζοντας σαν ανεμοστρόβιλος το πεδίο της μάχης καβάλα στο μαύρο άλογο, τραγούδησε το άγριο άσμα του θανάτου ή της νίκης.» Ο ηγέτης συμπεριφέρεται σαν αυστηρός πατέρας που θέλει το καλό των παιδιών του: «Εξάλλου, ενεργούσε για το δικό τους καλό». Εκστομίζει λόγια σαν η όποια «πρωτοπορία»: «Σύντροφοι, φίλοι, αδελφοί, με απόλυτη πεποίθηση σας διαβεβαιώ ότι έρχονται μέρες απεριόριστης ευτυχίας.» Ωστόσο, ένα χάσμα δημιουργείται σταδιακά ανάμεσα σε αυτόν και τις μάζες που καθοδηγεί γιατί οι ψεύτικες υποσχέσεις που έχει δώσει είναι περισσότερες από την τροφή που βρίσκουν τα ζώα στην επίπονη πορεία τους προς την ελευθερία και, ως γνωστόν, το στομάχι δε γεμίζει με υποσχέσεις: «Η δυσπιστία αυξανόταν μέρα με τη μέρα. Ένα αόρατο χάσμα βάθαινε ανάμεσά τους.» Η εσωτερική πάλη του Ρεξ είναι διαρκής. Την ημέρα της αναχώρησης των εξεγερμένων ζώων, ο Ρεξ, ήρεμος «παρατηρούσε το χάος που εκτυλισσόταν τριγύρω του. Ήταν βυθισμένος ολόκληρος στις φλόγες, σε ρίγη έξαψης, όμως ακίνητος σαν βράχος μέσα σε ανεμοστρόβιλους και τρικυμίες. [...] η μετάδοση τόσων συναισθημάτων και επιθυμιών τού έσφιγγαν την καρδιά. [...] Και τα μουγκρητά, τα ποδοβολητά, τα φτεροκοπήματα και τα δάση που παράδερναν απεγνωσμένα τον τύλιγαν σαν κορώνα. [...] Έσπασαν οι δυσβάσταχτες αλυσίδες, ηττήθηκε ο προαιώνιος εχθρός, οι σκλάβοι κατατρόπωσαν τους τυράννους και να που τώρα όλες οι καρδιές και όλες οι ψυχές σκιρτούν στο ένα και μοναδικό ιερό κάλεσμα: ελευθερία! ελευθερία! ελευθερία!» γράφει ο Ρέιμοντ. Κατά την πορεία όμως προς τη Γη της Επαγγελίας, το Άγνωστο για όλους, την ουτοπία, συχνά κάνει την εμφάνισή της η αβεβαιότητα που αγγίζει την απελπισία: «Βάθαινε η ανησυχία του για αυτή την διαρκώς παρατεινόμενη περιπλάνηση.» Αργότερα, όταν διαπίστωσε τον αποδεκατισμένο από τις κακουχίες λαό του, διαβάζουμε: « “ Αυτοί είναι όλοι;” Ο τρόμος του έσφιγγε τον λαιμό, ανέπνεε με δυσκολία.» Και όταν η λύκαινα αμφισβητεί την εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει κανείς στα αποδημητικά πουλιά, οι φόβοι γίνονται επίμονοι: «Ωστόσο και την επόμενη μέρα, στο φως του ήλιου, επανήλθαν οι ίδιες αμφιβολίες και κάποιοι περίεργοι, απροσδιόριστοι φόβοι.» Με τις κακουχίες που βιώνουν οι εξεγερμένοι, αποδεκατισμένοι από την έλλειψη τροφής, τις καιρικές αντιξοότητες και τις όλο κινδύνους εκτάσεις που διασχίζουν, έρχονται αντιμέτωποι με το δίπολο «ελευθερία-ζωή». Ο «ηγέτης» γίνεται πλέον «τύραννος»: «Πάψε τύραννε... Κλαψουρίζεις σαν φοβισμένο κουτάβι, αλλά κανείς πια δεν σε πιστεύει. Δεν θα έρθουμε μαζί σου. Δεν θέλουμε να πεθάνουμε μέχρι τον τελευταίο. Τρέχα μόνος σου πίσω από τις κλαγγές των γερανών, κυνήγα μόνος σου τα ιδανικά σου και ψάχνε ψύλλους στ' άχυρα. Ήρθε η ώρα να τελειώνουμε με την τρέλλα και να αφήσουμε να μιλήσει η λογική. Εδώ και αιώνες μας διαφέντευαν οι άνθρωποι, εδώ και αιώνες μας φρόντιζαν. Μας έκανες άγριους, άστεγους περιπλανώμενους. Οι δύστυχοι πέσαμε στην παγίδα της ελευθερίας σου. Γι' αυτήν μας ζήτησες να αφήσουμε τη σίγουρη επιβίωση και την πατρίδα. Μας τυράννησες με τα ανόητα οράματα.» μούγκρισε ένας ταύρος. Ο Ρεξ ούρλιαξε θλιμμένα ότι θέλουν να γυρίσουν «στον ζυγό, τη σκλαβιά και τον βούρδουλα». «“ Θέλουμε να ζήσουμε!” υψώθηκαν στον ουρανό χιλιάδες φωνές. “ Θέλουμε να ζήσουμε!”» Σχεδόν αναπόφευκτο σε κάθε εξέγερση να θυσιάζουν οι «εξαπατημένοι» τον ηγέτη που πλέον είναι τύραννος: «“ Θάνατος στον τύραννο! Θάνατος στον προδότη! Θάνατος στον φονιά!” [...] Μουγκρητά θριάμβου ανακοίνωναν σε όλον τον κόσμο τον θάνατο του τυράννου και την ξανακερδισμένη ελευθερία!» Τα εναπομείναντα ζώα άρχισαν να περιφέρονται σε αναζήτηση του ανθρώπου και, βλέποντας έναν γορίλα κάτω από έναν φοίνικα, υψώνουν ικεσίες: «Γίνε ο αφέντης μας! Κυβέρνησέ μας! Είμαστε οι πιστοί σου! Μη μας εγκαταλείπεις! [...] Είμαστε δικοί σου! Κύριέ μας!» Διακαής πόθος του Ρέιμοντ ήταν να δει την πατρίδα του ανεξάρτητη - όπως και συνέβη το 1918 - και θεωρούσε ότι ο σοσιαλισμός δεν επρόκειτο να συμβάλει στην πραγματοποίηση του εθνικού στόχου, υπενθυμίζει η μεταφράστρια. Έχοντας γαλουχηθεί στο ρεύμα του Θετικισμού, ο οποίος κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχε επηρεάσει την πολωνική λογοτεχνία, ήταν ρεαλιστής και έβλεπε με σκεπτικισμό τις επαναστάσεις, οι οποίες είχαν αποβεί καταστροφικές για τους Πολωνούς στο πρόσφατο γι’ αυτόν παρελθόν. Παράλληλα, έβλεπε πως στην πράξη ο σοσιαλισμός ήταν μια ουτοπία, γιατί όλα αυτά τα χρόνια που παρακολουθούσε την πορεία της Ρωσίας, μετά βίας πρόλαβε να τη δει σε ειρηνική κατάσταση, προσθέτει. Επιπροσθέτως, η ξεναγός στο μυθιστόρημα του Ρέιμοντ τονίζει ότι εκατό χρόνια αργότερα και έχοντας άλλες προσλαμβάνουσες θα μπορούσαμε να δούμε την «Εξέγερση» - που μας παρουσίασαν οι Εκδόσεις Οκτάνα - και ως ένα οικολογικό μυθιστόρημα υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων.
more
17
11
2023
«Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει» δήλωσε ο Γιώργος Σεφέρης στις 28 Μαρτίου του 1969. Ακολούθησε (με διαφορά μικρότερη του ενός μηνός) η πολιτική αποκήρυξη των Δεκαοχτώ: «Ελεύθερη πνευματική ζωή δεν μπορεί να υπάρξει όσο υπάρχει λογοκρισία». Το 1970 οι ίδιοι θα δημοσιεύσουν τον αντιδικτατορικό τόμο «Δεκαοχτώ κείμενα», με προμετωπίδα το πολυδιαβασμένο σήμερα σεφερικό ποίημα «Οι γάτες τ' Άη Νικόλα». Μια διετία αργότερα θα κυκλοφορήσουν τα «Νέα Κείμενα» και τα «Νέα Κείμενα 2» ενώ από το 1971 και εφεξής θα ξεκινήσουν να τυπώνονται λογοτεχνικά περιοδικά με έκδηλα αντιστασιακό πνεύμα, όπως το «Τραμ» και η «Διαγώνιος» στη Θεσσαλονίκη, η «Δοκιμασία» στα Γιάννενα ή η «Συνέχεια» και οι «Σημειώσεις» στην Αθήνα. Τι συνέβη, όμως, με τις ατομικές επιδόσεις και αντιδράσεις των συγγραφέων; Όσο παραμένουμε μέσα στα χρονικά όρια της χούντας, η πεζογραφία θα δοκιμάσει δύο δρόμους προκειμένου να την προσεγγίσει: ο ένας είναι η πολιτική αλληγορία και ο άλλος η άμεση καταγραφή. Τον πρωτεύοντα τόνο θα δώσει εύλογα η πολιτική αλληγορία. Για τον απόλυτο έλεγχο τον οποίο ασκεί μια απρόσωπη δικαστική αρχή θα μιλήσει στο μυθιστόρημά της «Αντίστροφη μέτρηση» (1970) η Κωστούλα Μητροπούλου. Χρησιμοποιώντας από τη μεριά του στον «Γιατρό Ινεότη» (1971) έναν εσχατολογικό μύθο χωρισμένο σε επτά ομόκεντρους κύκλους, ο Γιώργος Χειμωνάς θα φιλοτεχνήσει ένα ιδιαιτέρως βαρύ πολιτικό κλίμα, που επανακάμπτει δυσμενέστερο στον «Γάμο» (1975), με πλάγιες αναφορές στους αποκλεισμούς και τις στερήσεις της ελευθερίας. Την ιστορία της οργάνωσης μιας εξέγερσης η οποία αποκτά καθολικό περιεχόμενο ξετυλίγει με το μυθιστόρημά του «Θάνατος μισθωτού» (1971) ο Πέτρος Αμπατζόγλου ενώ κλειστοφοβική αλληγορία με θανάσιμη κατάληξη θα αποδειχθεί και το διήγημα του Θανάση Βαλτινού «Ο γύψος», δημοσιευμένο στα «Δεκαοχτώ κείμενα». Τέσσερα χρόνια μετά το τέλος της χούντας, την πολιτική αλληγορία συναντάμε για τελευταία φορά στα «Διηγήματα της δοκιμασίας» (1978) του Χριστόφορου Μηλιώνη τα οποία μιλούν για μια βουβή και ανεκδήλωτη βία, όπου κυριαρχεί το αίσθημα της ασφυξίας και του πανικού. Στο πλαίσιο της άμεσης καταγραφής των γεγονότων, τη σκυτάλη παίρνει πρώτη ξανά η Μητροπούλου, με το μυθιστόρημα «Έγκλημα ή 450 ημέρες» (1972), όπου γίνεται ανοιχτά λόγος για την τυραννική φύση των κυβερνήσεων των πραξικοπηματιών. Στο αφήγημά της «Το χρονικό των τριών ημερών» (1974), ένα προσωπικό ντοκουμέντο δημοσιευμένο αμέσως μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, καταγράφεται λεπτό προς λεπτό ο εγκλεισμός των φοιτητών στο Πολυτεχνείο και η συνακόλουθη στρατιωτική εισβολή. Για το Πολυτεχνείο θα μιλήσει και ο Γιάννης Ρίτσος με το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας», γραμμένο το 1973. Θα προηγηθεί το βιβλίο του Περικλή Κοροβέση «Ανθρωποφύλακες», που δημοσιεύεται το 1969 στη Στοκχόλμη: μια μαρτυρία για τα βασανιστήρια που υπέστη ο ίδιος στις φυλακές της δικτατορίας. Από τη μεταπολιτευτική λογοτεχνική παραγωγή ξεχωρίζει η «Αντιποίησις αρχής» (1979), το κομβικό μυθιστόρημα για τη δικτατορία του 1967 και για το τριήμερο του Πολυτεχνείου. Ήρωας, ένας χαφιές των χουντικών, ο οποίος εκπροσωπεί τις χειρότερες στιγμές της νεότερης Ελλάδας: συνεργάζεται με τους Ιταλούς στην Κατοχή, καταδίδει στους αντάρτες τους κατοχικούς του φίλους και στους Γερμανούς τους αντάρτες, βολεύεται μεταπολεμικά με τους εθνικόφρονες και υπηρετεί όποια εξουσία βρει μπροστά του κατά την επταετία. Ο Κοτζιάς ανατέμνει την παθολογία μιας ολόκληρης τριακονταετίας, επιφυλάσσοντας για τον πρωταγωνιστή του την πιο ταπεινωτική μοίρα: το ανεπίλυτο δράμα της προδοσίας, της αυταπάτης και του αυτοκαταστροφικού κυνισμού σε συνδυασμό με μια αναπόδραστη καταβύθιση στον πάτο της ανωνυμίας. Και ένα τέτοιο δράμα, όπως θα προκύψει μέσα από το παραλήρημα του Μένιου Κατσαντώνη (το ειρωνικά αντεστραμμένο όνομα του ήρωα), αλλά και από την κατατεμαχισμένη μνήμη του, δεν είναι άλλο από το πολιτικό, το κοινωνικό, το ιστορικό και το ηθικό στίγμα μιας ολόκληρης εποχής, ανάπηρης μπροστά στα πελώρια αδιέξοδα και τις ευθύνες της. Νεότερη του Κοτζιά, η Μάρω Δούκα θα ρίξει με το μυθιστόρημα «Αρχαία σκουριά» (1979) τη γέφυρα για τους επόμενους. Η ηρωίδα παίρνει μέρος στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και συμμερίζεται δίχως δισταγμούς το πάθος των ημερών, αλλά δεν θα αποκολληθεί ποτέ από την ατομική της ιστορία. Η πολιτική, εντούτοις, θα συνεχίσει να είναι ολόσωμα παρούσα στον κόσμο της και οι ήρωες μετακινούνται από την ατομική τους περίμετρο προς το κέντρο της πολιτικής πράξης, χωρίς, όμως, πλέον, να εγκαταλείψουν ποτέ την καθημερινότητά τους.
more
13
11
2023
Μιας ιδιαίτερης προσωπικότητας στη θεατρική τέχνη, που πίσω από τον εύθραυστο χαρακτήρα στο σανίδι ή στα κινηματογραφικά πλατό, αναδείκνυε τον δυναμισμό της, τις αισθητικές απαιτήσεις της, διεκδικώντας την καλλιτεχνική ποιότητα, ακόμη και κόντρα στην εμπορικότητα ή την εύκολη δημοφιλία. Η Αντιγόνη Βαλάκου, προσπαθούσε συνεχώς να βελτιώνει το πηγαίο ταλέντο της, αξιοποιώντας τον μελωδικό λόγο της, τη σεμνή παρουσία της, τη δραματική μορφή της, εμπλουτίζοντας τις δραματικές πτυχές των ρόλων της, βάζοντας σχεδόν επώδυνα στο πετσί της τους χαρακτήρες είτε στην ελληνική τραγωδία, είτε στο ξένο δραματικό ή ελληνικό ρεπερτόριο. Πριν από δέκα χρόνια, στις 12 Νοεμβρίου του 2013, η Αντιγόνη Βαλάκου θα έφευγε από τούτο τον μάταιο κόσμο, αφήνοντας πίσω της τις λιγοστές αλλά ξεχωριστές εμφανίσεις της στη μεγάλη οθόνη και την θεατρική παρακαταθήκη της, την αύρα μίας τεράστιας θεατρίνας, όταν έπρεπε να αναμετρηθεί με ιερά τέρατα και σε έναν χώρο ιδιαίτερα κλειστό, απαιτητικό που δεν χαριζότανε σε αποτυχίες. Από την φτώχεια στον Βεάκη Γεννημένη στην Καβάλα στις 24 Μαρτίου του 1930, θα έχει δύσκολα και φτωχικά παιδικά χρόνια, μέχρι να εγκατασταθεί, με την οικογένειά της, στην Αθήνα σε ηλικία 16 χρόνων. Το πάθος της για την ηθοποιία ήταν τόσο μεγάλο, που πριν τελειώσει το σχολείο, φοίτησε ταυτόχρονα και στο «Θεατρικό Σπουδαστήριο» του σημαντικού θεατράνθρωπου Βασίλη Ρώτα, ενώ το 1949 άρχισε και τις πρώτες εμφανίσεις στον θίασο του Αιμίλιου Βεάκη στο έργο «Νυφιάτικο τραγούδι». Το πηγαίο ταλέντο της αναγνωρίστηκε άμεσα και θα την καλέσει στον θίασό της η Κυρία Κατερίνα και λίγο μετά ο θίασος Μανωλίδου - Αρώνη - Χατσίσκος, για να διακριθεί ως ενζενί. Τα επόμενα χρόνια θα συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο, όπου υποδύθηκε σημαντικούς ρόλους σε έργα, όπως «Χειμωνιάτικο παραμύθι», του Σαίμπηρ, «Δρόμος του Ποταμιού» του Μπέρναρντ Σο και «Κολόμπ» του Ανουίγ, ενώ το 1955 θα ερμηνεύσει την Οφηλία στον «Άμλετ», συνεργαζόμενη με το Θέατρο Εθνικού Κήπου. Αν και είχε κάνει τις πρώτες της εμφανίσεις στον κινηματογράφο, ο οποίος δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης στους θεατρικούς κόλπους εκείνη την εποχή, θα συνεχίσει να παίζει στο απαιτητικό Εθνικό Θέατρο, γνωρίζοντας την επιτυχία ως Μαίρη Ουόρεν, στη «Δοκιμασία» του Άρθουρ Μίλερ ή ως Ισμήνη, στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Τεράστιες επιτυχίες έκανε και στο θέατρο Μουσούρη και ειδικά ως «Άννα Φρανκ», στο ομώνυμο έργο. Οι ουρανοί είναι... δικοί της Το 1952 θα την δει σε κάποια παράσταση ο Ντίνος Δημόπουλος και θα την πάρει από το χέρι για να την πάει στον Φίνο. Θα πρωταγωνιστήσει πριν γίνει 23 χρόνων στο συμπαθητικό, ρομαντικό μελόδραμα, «Οι Ουρανοί Είναι Δικοί μας», του Δημόπουλου, δίπλα στον Αλέκο Αλεξανδράκη και τον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Το 1955 θα πρωταγωνιστήσει στο βουκολικό δράμα «Γκόλφω», σε σκηνοθεσία του Ορέστη Λάσκου, μια εισπρακτική επιτυχία, η οποία θα την καταστήσει αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια. Το 1957, θα συμπρωταγωνιστήσει σε μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες, το συγκινητικό «Αμαξάκι», για την Ελλάδα που χάνεται, δίπλα στον τεράστιο Ορέστη Μακρή, τον Βασίλη Αυλωνίτη και τον Στέφανο Στρατηγό, ερμηνεύοντας τον ρόλο μιας ορφανής, αθώας κοπέλας, ερωτευμένης που παρασύρεται από τα ωραία λόγια και τα συναισθήματά της. Και Αρετούσα και Ιφιγένεια Ωστόσο, η Βαλάκου δεν έχει σταματήσει στιγμή από το θεατρικό σανίδι. Το 1958 θα τιμηθεί με το Βραβείο Μαρίκα Κοτοπούλη, ενώ την ίδια χρονιά θα συγκροτήσει δικό της θίασο. Θα παίξει συνολικά σε περισσότερα από 120 θεατρικά έργα, παραδίδοντας μαθήματα υποκριτικής δεινότητας ως Μαρία Στιούαρτ, Έντα Γκάμπλερ, Ιουλιέτα, Μπερνάρντα Άλμπα, Αρετούσα. Παράλληλα θα τιμήσει και το αρχαίο ελληνικό θέατρο ως Ηλέκτρα, Αντιγόνη, Ιφιγένεια, Κασσάνδρα και πολλούς άλλους ρόλους, που θα μείνουν ανεξίτηλοι στη μνήμη όσων τους παρακολούθησαν. Αγαπούσε και παρατηρούσε τους ανθρώπους Η Αντιγόνη Βαλάκου, μπορεί να μην είχε το απαραίτητο επιδερμικό σεξαπίλ για μια ενζενί, διέθετε όμως κάτι το αέρινο, μια εσωτερική δύναμη, μια εκφραστικότητα, μία ελκυστικότατη αθωότητα, μια κρυμμένη ορμή, που μπορούσε να μεταδώσει και να περάσει στον θεατή στο θέατρο και στο σινεμά, παρά τις περιορισμένες δυνατότητές του. Με μεγάλη παιδεία, η Βαλάκου ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τους ανθρώπους και όπως είχε εξομολογηθεί της άρεσε να παρατηρεί τους καθημερινούς ανθρώπους, τις συμπεριφορές τους τις αντιδράσεις τους, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που μπορούν να συνδέσουν την υποκριτική με την πραγματικότητα, αλλά και τα όνειρα που είναι απαραίτητα τόσο για τη ζωή όσο και για την τέχνη. Χαμένα Όνειρα Το 1961 θα πρωταγωνιστήσει δίπλα στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, στο ενδιαφέρον φιλμ «Χαμένα Όνειρα», σε ένα από τα λιγοστά δράματα του Αλέκου Σακελλάριου, που υπέγραψε και το σενάριο, μαζί με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο (από δικό τους θεατρικό έργο). Μια ιστορία για αυτό που λέει και ο τίτλος της ταινίας, με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, να βλέπει να περνά η ζωή από μπροστά του, διαψεύδοντας τις προσδοκίες του και παραμένοντας στη μιζέρια, μη μπορώντας να αλλάξουν τη μοίρα τους. Αν ο Σακελλάριος δεν υπέκυπτε στην ευκολία κάποιων μελοδραματισμών και ορισμένων δραματικών ή κωμικών κλισέ, ίσως να είχε κάνει την καλύτερη ταινία του. Αντιθέτως, οι δυο πρωταγωνιστές και ειδικά η Βαλάκου δεν θα παραδοθούν στους μελοδραματισμούς και θα κρατήσουν το ενδιαφέρον της ταινίας ως το τέλος. Σεμνή για πάντα Θα ακολουθήσουν δυο δραματικές ταινίες του Νέστορα Μάτσα («Αθώα ή Ένοχη;» και «Ο Μετανάστης»), που με δυσκολία μπορούμε σήμερα να θυμηθούμε, παρά τα ευπρόσωπα καστ, ενώ θα εμφανιστεί για τελευταία φορά στο σινεμά, σε μία ταινία μικρού μήκους, «Το Νανούρισμα», του Βαγγέλη Καλαμπάκα, αποδεικνύοντας ότι είχε τόλμη και κουράγιο, αλλά και απεριόριστη εμπιστοσύνη στους νέους ανθρώπους. Η σεμνότητά της την ακολούθησε και στην προσωπική της ζωή. Δεν απασχόλησε ποτέ τον Τύπο, ενώ στα ψιλά πέρασε ακόμη και ο γάμος της με τον χειρουργό Αντώνη Τόμπλερ το 1960. Ένας γάμος που θα σβήσει αθόρυβα έπειτα από λίγα χρόνια, καθώς συνοδεύτηκε και από την απώλεια ενός παιδιού. Η Αντιγόνη Βαλάκου, που υπήρξε καθηγήτρια υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από το 1982 έως το 2007, μεταδίδοντας τις γνώσεις της στα νέα παιδιά, που αγαπούσε σαν δικά της, θα λάβει ακόμη μία τιμητική διάκριση, καθώς το Θέατρο Παλλάς στην Καβάλα θα μετονομαστεί σε Θέατρο Αντιγόνης Βαλάκου. Συμφιλιωμένη με τον θάνατο, θα αφήσει, ήσυχα, την τελευταία της πνοή σε ηλικία 83 χρόνων, στον Ευαγγελισμό, όπου νοσηλευόταν, αφήνοντάς μας ως παρακαταθήκη πέρα από την ερμηνευτική της δεινότητα, αξίες όπως η ευγένεια, η ταπεινότητα, την αγάπη για τους ανθρώπους.
more
30
10
2023
Και πάντα το αγέρωχο, αθλητικό παράστημα, ενός ακροβάτη, που έκανε τους διπλανούς του να φαίνονται καρικατούρες. Ο Μπαρτ Λάνκαστερ, που από ένα απίστευτο παιχνίδι της τύχης, έγινε ηθοποιός, είχε το ταλέντο, αλλά πάνω απ’ όλα είχε το θεϊκό χάρισμα, αυτή την ανεξήγητη έλξη του φακού, την ερωτική σχέση με το σελιλόιντ, που δημιούργησε έναν κινηματογραφικό μύθο, ένα σταρ συνώνυμο της λάμψης, που δεν πρόκειται να θολώσει ποτέ. Ο Μπαρτ Λάνκαστερ, πραγματοποίησε συγκλονιστικές ερμηνείες, ενώ σπανίως δεν ήταν καλός, σε ό,τι κι αν ερμήνευε, από δράματα και περιπέτειες, κωμωδίες και ρομάντζα μέχρι γουέστερν και φιλμ νουάρ, παρότι δεν πέρασε ποτέ από δραματικές σχολές. Ένας επιβλητικός ηθοποιός, που μπορούσε να γίνει και υποβλητικός, να παίξει με τις σιωπές, τη ματιά, ένα σπασμό του προσώπου. Την ερμηνευτική του δεινότητα εκμεταλλεύτηκαν δεκάδες σημαντικοί και σπουδαίοι σκηνοθέτες, ενώ εκτός από τις σταρ που τον ήθελαν πάντα δίπλα τους, υπήρξαν και πολλοί κορυφαίοι πρωταγωνιστές που θεωρούσαν θείο δώρο τη συνύπαρξη μαζί του, καθώς κέρδιζαν πολλά από την καθοριστική παρουσία του. Ο Κερκ Ντάγκλας και ο Τόνι Κέρτις είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Αλλά, ο Λάνκαστερ ήταν και μία σημαντική προσωπικότητα, ένας ιδεολόγος, που δεν αρκέστηκε στα πλούτη και τη δόξα, αλλά έδωσε μάχες για τους περιφρονημένους ανθρώπους. Ένιωθε τον πόνο τους, γνωρίζοντας τι σημαίνει φτώχεια από παιδί και στάθηκε περήφανα απέναντι σε πανίσχυρες υπηρεσίες που τον στοχοποίησαν και το μόνο που κατάφεραν ήταν να σπιλώσουν, μετά θάνατο, τη μνήμη του, διαχέοντας φήμες και ανυπόστατες κατηγορίες. Πριν από 110 χρόνια, στις 2 Νοεμβρίου του 1913, θα έρθει στη ζωή ο Μπαρτ Λάνκαστερ, σε δύσκολες εποχές και ακόμη δυσκολότερες για τον ίδιο. Θα ξεπεράσει τη φτώχεια του και τον κοινωνικό αποκλεισμό, για να φτάσει στην κορυφή του παγκόσμιου σινεμά, να γίνει θρύλος. Από παιδί στη βιοπάλη Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη ως το τέταρτο παιδί από τα πέντε που απέκτησαν οι φτωχοί γονείς του, μετανάστες από την Ιρλανδία, που ζούσαν στο μίζερο προάστιο του Χάρλεμ. Τα έσοδα της οικογένειας ήταν τόσο πενιχρά, που ανάγκασε τον μικρό Μπαρτ και τα αδέλφια του να βγουν στη βιοπάλη από παιδιά. Πριν γίνει ακόμη 14 χρόνων, θα βγει για το μεροκάματο, ως λούστρος, εφημεριδοπώλης ή φτυαρίζοντας το χιόνι από τα πεζοδρόμια. Ήταν όμως και καλός μαθητής, ενώ στην εφηβεία του πρόλαβε να διαβάσει όλα τα βιβλία της σχολικής βιβλιοθήκης. Τα καλομαθημένα αγόρια Αγαπούσε τα βιβλία, μοναδική διέξοδο από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, αλλά λάτρευε το σινεμά. Παρόλα αυτά δεν το έβλεπε ως επάγγελμα, καθώς προτιμούσε την κλασική μουσική, ενώ λόγω του αθλητικού του παραστήματος, είχε έφεση και στα σπορ. Θα τον πείσουν, ωστόσο, να παίξει σε μία σχολική παράσταση, λόγω της απαράμιλλης ομορφιάς του, κάτι που θα τραβήξει το ενδιαφέρον κάποιων επαγγελματιών του χώρου, αλλά θα απορρίψει τις προτάσεις, θεωρώντας ότι η ηθοποιία είναι μόνο για «ευαίσθητα καλομαθημένα αγόρια». Γι’ αυτό θα στραφεί προς την γυμναστική και την Γυμναστική Ακαδημία της Νέας Υόρκης, τα παράτησε όμως γρήγορα, για να γίνει επαγγελματίας ακροβάτης σε τσίρκο, που μπορούσε να βγάλει το πρώτο του μεροκάματο. Ακροβάτης στο μέτωπο Ο Λάνκαστερ, δουλεύοντας σε τσίρκο θα γνωρίσει την επίσης ακροβάτισσα Τζουν Ερνστ, την οποία ερωτεύθηκε παράφορα και την παντρεύτηκε το 1935, όταν ήταν μόλις 21 χρόνων - εκείνη 18. Θα χωρίσουν δυο χρόνια μετά, ενώ την ίδια εποχή θα τραυματιστεί στο χέρι και θα εγκαταλείψει για πάντα το τσίρκο. Θα πιάσει διάφορες δουλειές, μέχρι να καταταγεί στον αμερικάνικο στρατό το 1942, όπου διακρίθηκε στην ψυχαγωγία των στρατιωτών. Σε μια περιοδεία του στην Ιταλία το 1944 θα γνωρίσει τη δεύτερη σύζυγό του, την Νόρμα Άντερσον, η οποία διασκέδαζε κι αυτή τα φανταράκια. Ξυπνώντας σταρ Από μία σύμπτωση, θα βρεθεί στο ραδιόφωνο του ABC, όπου δούλευε η γυναίκα του κι εκεί θα εντυπωσιάσει τους πάντες άμα τη εμφανίσει και θα δεχθεί προτάσεις για να παίξει σε ένα θεατρικό έργο. Με λιγοστές εμφανίσεις έπεισε παραγωγούς ότι μπορούσε να κάνει καριέρα στο σινεμά, με δεδομένο ότι στην κάμερα έδειχνε ακόμη πιο ωραίος. Έτσι, με την πρώτη, θα πάρει πρωταγωνιστικό ρόλο στο φιλμ νουάρ «Οι Δολοφόνοι» του Ρόμπερτ Σιόντμακ, έχοντας δίπλα του την Άβα Γκάρντνερ. Εξαιρετική ταινία και τεράστια εισπρακτική επιτυχία που θα στρέψουν τους προβολείς πάνω του. Όπως είχε πει ο ίδιος, «ξύπνησα μια μέρα και ήμουν σταρ. Ήταν τρομαχτικό». Ο Μπαρτ Λάνκαστερ, πολύ γρήγορα θα καταστεί ένα από τα πιο καυτά ονόματα του Χόλιγουντ και θα αρχίσει να παίζει σε πολλές και καλές ταινίες. Στην τρίτη του ταινία, «Ματωμένες Αλυσίδες», θα συνεργαστεί με τον Κερκ Ντάγκλας, με τον οποίο θα αναπτύξουν μία μεγάλη φιλία, που είχε όμως και τα κάτω της, ενώ θα πρωταγωνιστήσουν μαζί σε επτά φιλμ και ανάμεσά τους το κλασικό γουέστερν του Τζον Στάρτζες «Μονομαχία στον Πράσινο Βάλτο». Μεγάλες ταινίες - υπέροχες ερμηνείες Η πορεία του θα είναι θριαμβευτική μέχρι τα βαθιά γεράματά του, προκαλώντας το δέος και τον θαυμασμό. Θα συνεργαστεί με σπουδαίους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, ενώ το 1960 θα κερδίσει το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, το μοναδικό από τις τέσσερις συνολικά υποψηφιότητες, για το δραματικό «Είμαστε Διεφθαρμένοι» του Ρίτσαρντ Μπρουκς. Ωστόσο, τις κορυφαίες ερμηνείες του - που δεν ήταν λίγες - θα τις κάνει στις κλασικές ταινίες «Όσο Υπάρχουν Άνθρωποι» του Φρεντ Τσίνεμαν, με τη σκηνή του φιλιού στην παραλία με την Ντέμπορα Κερ να περνά στο κινηματογραφικό πάνθεον, «Σκοτεινοί Δολοφόνοι» του Αλεξάντερ Μακέντρικ, έχοντας δίπλα του έναν έξοχο Τόνι Κέρτις, με τον οποίο συνεργάστηκε αρκετές φορές, «Ο Βαρυποινίτης του Αλκατράζ» του Τζον Φρανκεχάιμερ, «Ο Βροχοποιός» του Τζόζεφ Άντονι, «Η Δίκη της Νυρεμβέργης» του Στάνλεϊ Κρέιμερ, «Ατλάντικ Σίτι» του Λουί Μαλ, «Οι Ασυγχώρητοι» του Τζον Χιούστον, «Επτά Ημέρες του Μαΐου» του Φρανκεχάιμερ, «Ο Κολυμβητής» του Φρανκ Πέρι, «Το Τρένο» του Άρθουρ Πεν, «Ο Γατόπαρδος» του Λουκίνο Βισκόντι, αλλά και μια σειρά από εξαιρετικά γουέστερν («Βέρα Κρουζ», «Οι Επαγγελματίες», «Ο Άνθρωπος του Νόμου» κλπ). Κοινωνικοί αγώνες Ο Λάνκαστερ, αν και πολυάσχολος, καθώς είχε πάντα να διαλέξει ανάμεσα σε πολλά σενάρια, αλλά και ένας άνδρας με τεράστιες επιτυχίες στις γυναίκες, ηθοποιούς και μη, δεν θα ξεχάσει ποτέ την ταπεινή του καταγωγή και θα πάρει μέρος σε πολλούς κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Το 1947 κι ενώ η Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Ενεργειών τρομοκρατούσε όλο το Χόλιγουντ, ο Λάνκαστερ θα αντιταχθεί και θα δημιουργήσει μία επιτροπή ενάντια στις διώξεις, μαζεύοντας πολλά μεγάλα ονόματα του κινηματογράφου. Επίσης, βοήθησε και οικονομικά τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ενώ συμμετείχε στη μεγάλη ιστορική πορεία προς την Ουάσινγκτον. Η πολιτική του δράση υπέρ των ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, η υπεράσπιση των αριστερών συναδέλφων του και άλλες πολλές ενέργειές του, κόντρα στο συντηρητικό κατεστημένο, θα τον βάλουν στο στόχαστρο του FBI και άλλων υπηρεσιών, οι οποίες προσπάθησαν να τον βλάψουν διασπείροντας φήμες και βάζοντας πολλούς πρόθυμους συναδέλφους του να τον προκαλούν και να του κάνουν τη ζωή δύσκολη, αλλά αυτός τους έβαζε πάντα στη θέση τους, ακόμη και χρησιμοποιώντας τα τεράστια γεροδεμένα χέρια του. Όσο υπάρχουν άνθρωποι... Από τα 60 του, άρχισαν τα προβλήματα με την καρδιά του, η οποία τον ταλαιπώρησε μέχρι το τέλος. Παρά ταύτα ο Μπαρτ Λάνκαστερ θα συνεχίσει να έχει κοινωνική και πολιτική δράση και να δουλεύει μέχρι τα βαθιά γεράματα. Το 1988 ένα σοβαρό εγκεφαλικό θα τον αφήσει μερικώς παράλυτο και χωρίς φωνή και στις 20 Οκτωβρίου του 1994 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στο διαμέρισμά του στο Λος Άντζελες. Όπως είχε ζητήσει ο ίδιος, δεν θα γίνει κηδεία ούτε μνημόσυνο. Μία μικρή επίγεια πλάκα, με το όνομά του, βρίσκεται πάνω από τον τάφο του. Γιατί, ο Μπαρτ Λάνκαστερ μπορεί να τρόμαξε όταν σε μια μέρα ξύπνησε σταρ, αλλά δεν φοβήθηκε ποτέ να κάνει πράξη αυτά που πίστευε.
more
28
10
2023
Ο Ιωάννης Μεταξάς θα απορρίψει αμέσως το τελεσίγραφο, λέγοντας: «Alors, c’est la guerre. Λοιπόν, έχουμε πόλεμο». Η Ελλάδα είναι πλέον σε πόλεμο με την Ιταλία, έναν πόλεμο στον οποίο θα πάρει μέρος με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού ο Οδυσσέας Ελύτης, κινδυνεύοντας να πεθάνει από βαρύ τύφο. «Στο μέτωπο αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήταν μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με το ζώο για να βρεθώ σε βατό δρόμο και να διακομισθώ στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχαν αποφασίσει, αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου». Έτσι θα περιγράψει ο Ελύτης, μια εικοσαετία και πλέον αργότερα, σε συνέντευξή του στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική», το 1962, την οδυνηρή περιπέτεια του πολέμου, αλλά και τη νικηφόρα προσπάθειά του να κρατηθεί στη ζωή. Ο Ελύτης πήρε εξιτήριο τον Απρίλιο του 1941, έκλεινε τότε τα τριάντα του χρόνια, αλλά η φωτιά του αλβανικού μετώπου δεν έσβησε ποτέ από τη μνήμη του. Το 1945 θα δημοσιεύσει στο περιοδικό «Τετράδιο» την ποιητική σύνθεση «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», που θα αποτελέσει, όπως μας προετοιμάζει ο τίτλος, την ωδή για τον θρίαμβο της Ελλάδας στη σύγκρουσή της με τον ιταλικό στρατό, αλλά και την ελεγεία για το άλγος των πεσόντων και για τη χαμένη νιότη: Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος, Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός, Καθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας, Κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες, Εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου Και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό, Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε Μα όλος ο κόπος τ’ ουρανού, Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα Πρωί στα πόδια του βουνού, Τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει, Τώρα, η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκκαλιάρικα, Πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της, Μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν Από λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια Βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά Κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο. Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου, Τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού. Και να με ποιον τρόπο η ευδία, η ευεργεσία της φύσης και η χαρά της γης και του ουρανού θα δώσουν τη θέση τους στο απειλητικό τοπίο του χειμώνα, στην επερχόμενη φωτιά των όπλων και στον θάνατο, ο οποίος είναι καθ’ οδόν και θα προκαλέσει σύντομα την απόλυτη συντριβή. Προηγείται, καθώς προχωρούμε στο ποίημα, η ανδρεία του ελληνικού στρατού. Άκαμπτοι, παγωμένοι και μπαρουτοκαπνισμένοι πολεμιστές με επικεφαλής τον νεαρό ανθυπολοχαγό, που θα πέσει εντέλει νεκρός, χωρίς ψυχή, με το βλέμμα του να κοιτάζει το πουθενά και την τελευταία να έχει αναχωρήσει για τα πέρατα του κόσμου. Κι αν η δύναμη και το θάρρος της ζωής πρόλαβαν να κρατήσουν μια ύστατη ικμάδα και να δώσουν λίγο ακόμα φως, ο θάνατος θα βάλει τέρμα στην κυριαρχία του ήλιου και στο νεανικό σφρίγος, διώχνοντας την ομορφιά και καλωσορίζοντας το σκοτάδι. Κι όλοι, φύση της Γης, ουράνια σώματα, σκιές του δάσους και άνθρωποι, θα κλάψουν όχι μόνο για τον ανθυπολοχαγό μα και για όσους χάθηκαν μαζί του, ταξιδεύοντας στο άπειρο, κόντρα στο θάμβος, την ένταση, την ψυχική παληκαριά και τα κάποτε αστείρευτα αποθέματα των χαμένων. Όμως, όσο κι αν πονάει, όσο κι αν ρημάζει ο θάνατος, τίποτε και κανένας δεν έχει τελειώσει, τίποτε και κανένας δεν νοείται να περάσει στη λήθη και στον αφανισμό. Ο νεκρός ανθυπολοχαγός και οι σαρωμένοι συστρατιώτες του δεν προορίζονται για να κηδευτούν, αλλά για θρέψουν με τη μνήμη του αγώνα τους όλους τους καινούργιους κορμούς που θα βλαστήσουν, τώρα κιόλας, τριγύρω τους, κατεβάζοντας στο σκληρό έδαφος την ουράνια σφαίρα, φέρνοντας το όνειρο στον καθημερινό βίο και τραγουδώντας το πώς σε λίγο τα πάντα θα ξεκινήσουν από την αρχή. Γιατί τα πάντα έγιναν για την ελευθερία και τα πάντα δοξάζουν την ίδια: Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει: Ελευθερία. Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά Καράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες Τα πιο αθώα κορίτσια Τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών Κι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη Παιδιά! Δεν είναι άλλη γη ωραιότερη... Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει! Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει Ολοένα εκείνος ανεβαίνει· Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά Χαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά· Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται· Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του «Πουλιά, καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!» «Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!» Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γιαλίζει στα μαλλιά του Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού! Με το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», ο Ελύτης θα απομακρυνθεί από τον υπερρεαλισμό και από τη φυσική μαγεία των νεανικών του χρόνων για να αναμείξει εφεξής στην ποίησή του τον σκληρό ρεαλισμό της Ιστορίας με την εκ παραλλήλου προσήλωση στο ονειρικό, το μυστηριακό και το υπερβατικό του ελληνικού κοσμοειδώλου. Η ποιητική του γλώσσα θα αποκαλύψει περαιτέρω το μυστήριο της γέννησης των πραγμάτων, το ξαφνικό αγκάλιασμα της έλλογης συνείδησης με το βάθος υποβολής των φθόγγων - από εδώ, άλλωστε, αντλεί η γλώσσα το ήθος και την ηθική της, από εδώ ανασύρει και τη μεγάλη χρονική της διάρκεια. Γιατί η γλώσσα είναι μεταξύ άλλων, ή και πρωτίστως, ποίηση και επειδή η ελληνική ποίηση, από τη Σαπφώ και τον Όμηρο μέχρι και τις ημέρες μας, έχει καταφέρει να διατηρήσει στο ακέραιο, αν και με εντελώς διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, τόσο το μέταλλο όσο και το μέγεθος της φωνής της.
more
23
10
2023
Η εμβληματική της μορφή και η συνεργασία της με τους κορυφαίους Ευρωπαίους σκηνοθέτες Μπουνιουέλ, Πολάνσκι, Ντεμί, Τριφό, Μελβίλ, Ρίζι, Βαρντά, Σαμπρόλ, Φερέρι, Τεσινέ, Λελούς και πολλούς άλλους, θα την καταστήσουν αναπόσπαστο μέρος των σπουδαιότερων στιγμών της ευρωπαϊκής κινηματογραφίας. Όμως, η Κατρίν Ντενέβ είναι πολύ περισσότερα για τη Γαλλία. Δεν είναι τυχαίο ότι το εμβληματικό πρόσωπό της θα δώσει το 1985 τη μορφή της «Μαριάν», το εθνικό σύμβολο της Γαλλίας. Μια φορά Σεβερίν για πάντα... Σεβερίν Κάνοντας ένα φλας μπακ στην κινηματογραφική της καριέρα, θα συναντήσουμε τη Σεβερίν, την όμορφη, αλλά ψυχρή ερωτικά, σύζυγο ενός γιατρού, που γίνεται πόρνη πολυτελείας σε οίκο ανοχής, με το ψευδώνυμο «Η Ωραία της Ημέρας». Η Σεβερίν, εκπληρώνοντας όλες τις σεξουαλικές φαντασιώσεις της, αλλά και αυτές των πελατών της, όσο περισσότερο επιδίδεται σε αυτές - παρότι γνωρίζει ότι κάποια στιγμή θα αποκαλυφθεί η διπλή κρυφή ζωή της - τόσο πιο τρυφερή γίνεται με τον άντρα της... Πρόκειται για τον ομώνυμο ρόλο της αριστουργηματικής ταινίας του Λουίς Μπουνιουέλ, που θα απογειώσει τη φήμη της το 1967 και θα της δώσει τα κύρια ερμηνευτικά της χαρακτηριστικά, την κινηματογραφική της περσόνα. Ρόλους ψυχρών, απόμακρων, μυστηριωδών γυναικών, παρότι είχε προηγηθεί το εξαιρετικό και επίσης φημισμένο φιλμ του Ζακ Ντεμί «Οι Ομπρέλες του Χερβούργου», με το οποίο άνοιξε η λεωφόρος της μακράς σταδιοδρομίας της. Η Κατρίν Ντενέβ, σήμερα γίνεται 80 χρόνων (22 Οκτωβρίου 1943) και συνεχίζει ακμαία να μπαινοβγαίνει στα κινηματογραφικά πλατό, να είναι δραστήρια αν και έχει πίσω της πέντε καριέρες σε μία και μία ζωή μοναδικά γεμάτη, ενώ εδώ και 15 χρόνια έχει ήδη πιάσει τις 100 ταινίες. Η Ντορλεάκ που έγινε Ντενέβ Η Κατρίν Φαμπιέν Ντορλεάκ, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, θα γεννηθεί στο κατοχικό Παρίσι από γονείς ηθοποιούς, τον Μορίς Ντορλεάκ και την Ρενέ Σιμονό, ενώ είχε και τρεις αδελφές - η μία ήταν ετεροθαλής. Θα πάει σε καθολικά σχολεία και αργότερα θα υιοθετήσει ως καλλιτεχνικό όνομα το Ντενέβ, για να διαφοροποιηθεί από τις αδελφές της, που έπαιξαν περιστασιακά σε κάποιες ταινίες. Από τον Βαντίμ, στον Ντεμί και τον Πολάνσκι Το κινηματογραφικό ντεμπούτο της το έκανε σε ηλικία 13 χρόνων το 1957, με έναν μικρό ρόλο, έχοντας δίπλα της τη μικρότερη αδελφή της Σιλβί Ντορλεάκ. Στη συνέχεια θα βρεθεί στην αγκαλιά του Ροζέ Βαντίμ, με τον οποίο θα γυρίσει κάποιες αδιάφορες σχετικά ταινίες, αλλά με το φιλμ του Ζακ Ζεράρ Κορνό «L'Homme a Femmes» θα τραβήξει το βλέμμα του Ζακ Ντεμί. Έτσι, το 1964 θα συμπρωταγωνιστήσει στο περίφημο αισθηματικό μιούζικαλ «Οι Ομπρέλες του Χερβούργου» και αμέσως μετά, την ίδια χρονιά, στα «Κορίτσια του Ροσφόρ» ακόμη ένα θαυμαστό μιούζικαλ του Ντεμί, όπου θα έχει δίπλα της και την αδελφή της Φρανσουάζ Ντορλεάκ. Το 1965 ο Ρομάν Πολάνσκι θα της δώσει τον απαιτητικό ρόλο της Κάρολ, στο θρίλερ τρόμου «Αποστροφή», όπου θα τα πάει περίφημα και θα αποδείξει, από νωρίς, ότι μπορεί να παίξει οτιδήποτε. Σύμβολο μιας εποχής Δυο χρόνια μετά θα κάνει πάταγο με το ερωτικό δράμα, σκανδαλώδες στην εποχή του «Η Ωραία της Ημέρας», ένα ανεπανάληπτο και ελκυστικό για πάντα φιλμ, που υπέγραψε ο μέγιστος Λουίς Μπουνιουέλ. Η Ντενέβ, έχοντας δίπλα της τον υπέροχο Μισέλ Πικολί, θα κάνει μία πολυεπίπεδη ερμηνεία και θα γίνει σύμβολο μίας εποχής. Με τον Μπουνιουέλ θα ξανασυνεργαστούν τρία χρόνια μετά στην «Τριστάνα», ακόμη μία σπουδαία δημιουργία του Ισπανού σκηνοθέτη, για τη θρησκόληπτη, καταπιεσμένη, υποκριτική ηθική της μπουρζουαζίας, με την Ντενέβ να κρατά άψογα τον ρόλο μίας μικρής ορφανής, που πέφτει στην αγκαλιά ενός φιλήδονου αριστοκράτη, του ασυγκράτητου Φερνάντο Ρέι. Η συνέχεια για την Ντενέβ θα είναι θριαμβευτική, καθώς θα συνεργαστεί σε πολλές ταινίες με σημαντικότατους σκηνοθέτες και υπέροχους παρτενέρ. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από τις αμέτρητες ταινίες της: Τη «Σειρήνα του Μισισιπί», «Το Τελευταίο Μετρό», το «Μάγιερλινγκ», το «Σοκ», την «Ινδοκίνα», τις «Οχτώ Γυναίκες» ή την «Αγαπημένη μου Εποχή»; Ο Ιβ Σεν Λοράν, το Playboy και οι αμβλώσεις Η προσωπικότητα της Ντενέβ, δεν περιορίστηκε όμως μόνο στη μεγάλη οθόνη, στα καλλιτεχνικά δρώμενα ή ακόμη και στη μόδα, που επηρέασε ως μοντέλο, όντας μούσα του Ιβ Σεν Λοράν και του Καρτιέ, αλλά και αρκετών άλλων μεγάλων οίκων μόδας ή ως εξώφυλλο του Playboy. Το 1972 υπέγραψε το «Μανιφέστο των 343», για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων στη Γαλλία, κινδυνεύοντας ακόμη και με καταδίκη σε φυλάκιση, ενώ είναι ενεργό μέλος της Διεθνούς Αμνηστίας και ειδικά για την κατάργηση της θανατικής ποινής. Σχετικά πρόσφατα, το 2018, μαζί με άλλες 100 Γαλλίδες συγγραφείς, καλλιτέχνιδες και ακαδημαϊκούς θα υπογράψει ανοιχτή επιστολή σχετικά με τη σεξουαλική παρενόχληση, καταγγέλλοντας ότι η εν λόγω εκστρατεία έχει μεταβληθεί σε «κυνήγι μαγισσών» και πως αποτελεί μια νέα μορφή πουριτανισμού. Ο Μαρτσέλο, ο Ροζέ και τα παιδιά Στην προσωπική της ζωή δεν τα πήγε και άσχημα, εν αντιθέσει με πολλές συναδέλφους της. Αν και παντρεύτηκε μόνο μια φορά, τον Βρετανό φωτογράφο Ντέιβιντ Μπέιλι το 1965, θα έχει σοβαρούς δεσμούς με δυο καρδιοκατακτητές του σινεμά, τον πολύ Ροζέ Βαντίμ και τον Ιταλό γόη Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, από τους οποίους απέκτησε έναν γιο και μία κόρη - την ηθοποιό Κιάρα Μαστρογιάνι. Θα συνάψει σχέσεις και με τον μεγαλοεπιχειρηματία Πολ Λεσκούρ και τον Ιρλανδό κινηματογραφιστή Χιου Τζόνσον. Η Κατρίν Ντενέβ, με τα πέντε εγγόνια της, συνεχίζει την πορεία της στο σινεμά, ξεπερνώντας κι ένα μικρό εγκεφαλικό πριν μερικά χρόνια, απολαμβάνει την καταξίωσή της, καθώς εκμεταλλεύθηκε όλες τις ευκαιρίες που της παρουσιάστηκαν - θα πρέπει καθημερινά να δοξάζει τον Μπουνιουέλ, αλλά και τον Ντεμί - και είναι σίγουρο ότι έχει εδώ και καιρό αφήσει το δικό της αποτύπωμα στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Και αυτό ίσως να οφείλεται, εκτός από το ταλέντο της, στην ξεχωριστή γοητεία της, την επιμονή της και τον υπερβολικό επαγγελματισμό της και στην πεποίθησή της ότι «μία γυναίκα πρέπει να είναι έξυπνη, να έχει γοητεία, αίσθηση του χιούμορ και να είναι ευγενική». Άλλωστε, δεν ήταν τυχαίο ότι τα ίδια χαρακτηριστικά αναζητούσε και από τους άνδρες - ίσως και από τους θαυμαστές της...
more
07
10
2023
ATHENS24: ““Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” σε σκηνοθεσία της Έφης Μεράβογλου. Πως προέκυψε αυτή η συνεργασία”; ΜΥΓΔΑΛΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ: “Τελειώνοντας τη σχολή υποκριτικής του 92Artschool η Έφη Μεράβογλου, η σκηνοθέτης της παράστασης και δασκάλα μου αποφάσισε να ανεβάσει το έργο και να συμπεριλάβει και κάποιες από τις απόφοιτες μαθήτριές της, που πίστευε ότι θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της παράστασης. Ανάμεσα σ' αυτές λοιπόν ήμουν κι εγώ. Όταν δε μου ανακοίνωσε για ποιόν ρόλο με προόριζε δεν θα κρύψω ότι εξεπλάγην και ότι τρόμαξα κιόλας. Η Έφη ήταν η πρώτη που πίστεψε σ' εμένα και στις δυνατότητες μου και της είμαι ευγνώμων γι' αυτό”. ATHENS24: “Η παράσταση συνεχίζεται με μεγάλη επιτυχία για 5η χρονιά. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας”; ΜΥΓΔΑΛΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ: “Η ομάδα είναι το μυστικό και οι καλοί συνεργάτες. Ναι πρόκειται για ένα έργο κλασσικό και διαχρονικό, η σκηνοθεσία αγγίζει τον ρεαλισμό, η σκηνογραφία πρωτότυπη, αλλά όλα αυτά ζωντανεύουν χάρις το μεράκι, την αγάπη και την δουλειά της ομάδας αυτής”. ATHENS24: “Ο ρόλος της Μπερνάρντα είναι ένας απαιτητικός ρόλος. Πως τον προσέγγισες και υπήρξε κάτι που σε δυσκόλεψε”; ΜΥΓΔΑΛΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ: “Τον ρόλο τον προσέγγισα ύστερα από έρευνα προσωπική και ομαδική. Ανέτρεξα στην επαρχία της Ισπανίας του 1936, όπου τότε διαδραματίζεται το έργο μας, για να μάθω τον τρόπο ζωής των γυναικών εκεί, καθώς επίσης τα ήθη και τα έθιμά τους . Διαπίστωσα ότι υπήρχαν πολλές ομοιότητες με την ελληνική επαρχία οπότε ανακάλεσα στην μνήμη μου γιαγιάδες και παππούδες. Και πολύ σύντομα πέρασα στην παρατήρηση των γυναικών στο ευρύ και στενό μου κύκλο. Όντως πρόκειται για έναν πολύ απαιτητικό ρόλο και αυτό που με δυσκόλεψε περισσότερο ήταν ο αυταρχικός και συχνά βίαιος χαρακτήρας της Μπερνάρντα. Εγώ προσωπικά σαν άνθρωπος ταράζομαι υπερβολικά πολύ στο θέαμα οποιασδήποτε μορφής βίας, πόσο μάλλον να πρέπει να ασκήσω βία έστω και στα ψέματα... Ευτυχώς όμως, όπως προείπα έχω καλούς συνεργάτες που με βοήθησαν ώστε να ξεπεραστούν τα εμπόδια και να αποδοθεί το καλύτερο δυνατό και ρεαλιστικό αποτέλεσμα”. ATHENS24: “Υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ της Μυγδαλιάς και του χαρακτήρα που υποδύεσαι”; ΜΥΓΔΑΛΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ: “Όταν ήρθαν οι πολύ δικοί μου άνθρωποι να με δουν, μου είπαν ότι ένιωσαν άβολα για λογαριασμό μου. Όσοι με ξέρουν από τον ευρύ κοινωνικό μου κύκλο, είπαν ότι μου δόθηκε "κόντρα ρόλος". Όσοι δεν με γνώριζαν καθόλου και έτυχε να με συναντήσουν μετά την παράσταση δεν περίμεναν ότι χαμογελάω κιόλας... Το καλύτερο ήταν με την μάνα μου η οποία άργησε να με καταλάβει στη σκηνή γιατί αρνιόταν πεισματικά να αποδεχτεί αυτό που έβλεπε... Στα πολύ εμφανή η Μυγδαλιά απέχει πολύ από την Μπερνάρντα. Υπάρχουν όμως και τα ψιλά γράμματα που σίγουρα σε κάποια σημεία συναντιόμαστε καθώς για μένα ο χαρακτήρας της Μπερνάρντα είναι πολυσύνθετος και πολυδιάστατος”. ATHENS24: ““Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” γράφτηκε το 1936. Συνεχίζει να είναι επίκαιρο ακόμα και σήμερα”; ΜΥΓΔΑΛΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ: “Προς μεγάλη μου λύπη θα πω ναι! Ακόμα ζούμε σε πατριαρχικές κοινωνίες, ακόμα οι γυναίκες καταπιέζονται, σκοτώνονται, καταδυναστεύονται. Κι όσο κι αν θέλει ο δυτικός κόσμος να πιστεύει ότι έχει προοδεύσει και ότι απέχει από αυτό, δυστυχώς διαψεύδεται συνεχώς....” ATHENS24" “Τελικά, ηθοποιός σημαίνει φως, κυρίως στις δύσκολες εποχές που ζούμε; ΜΥΓΔΑΛΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ: “Θα πρέπει να σημαίνει φως. Η δουλειά του ηθοποιού, πάντα βέβαια κατά την προσωπική μου άποψη, δεν είναι μόνο να μας πει ή να μας δείξει μια ιστορία. Η δουλειά του ηθοποιού είναι να ξύπνα συναισθήματα, να εμπνέει, να προβληματίζει, να αφυπνίζει, να δίνει ελπίδα, να δίνει ΦΩΣ και μέσα απ' όλο αυτό το ταξίδι να παίρνει κι ο ίδιος φως”. ATHENS24: “Στις μέρες μας ο κόσμος πάει θέατρο”; ΜΥΓΔΑΛΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ: “Κρίνοντας από τις δικές μας παραστάσεις αλλά και από τις παραστάσεις που είχα φέτος την ευκαιρία να δω θα έλεγα ότι ναι ο κόσμος πάει θέατρο και όχι μόνο πάει αλλά ψάχνει και για καλό θέατρο. Όλο αυτό είναι ελπιδοφόρο”. ATHENS24: “Θέατρο, τηλεόραση, κινηματογράφος. Τι επιλέγεις με σειρά προτεραιότητας και γιατί”; ΜΥΓΔΑΛΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ: “Βάζω πρώτα το θέατρο γιατί είναι κάτι ζωντανό, γιατί με κρατάει σε εγρήγορση, γιατί νιώθω τις ενέργειες των συμπαιχτών και του κοινού, γιατί κάθε παράσταση είναι διαφορετική, γιατί σε κάθε παράσταση μπορεί να ανακαλύψεις κάτι καινούριο για τον χαραχτήρα που υποδύεσαι ή ακόμα και για σένα τον ίδιο. Γιατί μπορεί να περάσει πολύς καιρός και να μην θυμάσαι καλά την παράσταση που είδες ή που έπαιξες αλλά δεν ξεχνάς ποτέ την αίσθηση που σου άφησε. Δεύτερο για μένα έρχεται ο κινηματογράφος γιατί έχεις περισσότερο χρόνο να δουλέψεις και να μελετήσεις τον χαρακτήρα σου. Κι αν η προσέγγιση του χαραχτήρα σου γίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τόσο πιο όμορφα αποτελέσματα θα έχεις καθώς η κινηματογραφική κάμερα έχει το μαγικό στο να μπορεί να καταγράψει την παραμικρή κίνηση, έκφραση, στιγμή που μπορεί να σημαίνει πολλές λέξεις μαζί. Τρίτη λοιπόν η τηλεόραση που ίσως και να την αδικώ καθώς δεν έχει τύχει να δουλέψω ακόμα. Εκεί νομίζω τα πράγματα πάνε πολύ πιο γρήγορα, ειδικά στις καθημερινές σειρές. Ίσως στις εβδομαδιαίες να είναι διαφορετικά... Δεν μπορώ να πω πολλά πράγματα για κάτι που δεν το έχω δοκιμάσει. Το σίγουρο είναι ότι βγάζω το καπέλο στους ηθοποιούς που κάνουν τηλεόραση. Κάποιους μάλιστα τους θαυμάζω απεριόριστα που καταφέρνουν να αποδίδουν και να κρατάνε σε συνέπεια τον χαραχτήρα που τους δίνεται”. ATHENS24: “Ποια είναι η ευχή σου για το μέλλον”; ΜΥΓΔΑΛΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ: “Σχεδόν καθημερινά βλέπουμε κτηνωδίες και γεγονότα που μας δείχνουν το ποσό πολύ έχει απαξιωθεί η ανθρώπινη ύπαρξη και όχι μόνο. Άνθρωποι σκοτώνονται, χάνουν την ζωή τους στην κυριολεξία για το τίποτα... Δάση και ζώα καίγονται, η φύση καταστρέφεται και όλα αυτά για ποιόν λόγο?.... Δυστυχώς η κατάσταση έχει γίνει ανεξέλεγκτη… Η ευχή μου για το μέλλον είναι περισσότερος σεβασμός και αγάπη για την ζωή”.
more
21
08
2023
Όπως φαίνεται και από τον τίτλο «Ιωάννινα, πορεία στον τόπο και στον χρόνο», το συλλογικό έργο αφορά τα Γιάννενα, «μια πόλη με πρωταγωνιστή τη λίμνη, σε ρόλο σκηνογράφου αλλά και αφηγητή. Παράλληλα όμως και μία πόλη που πατάει γερά στα πόδια της, όπως τα βουνά που την περιβάλλουν, αλλά και που βυθίζεται στη γοητεία της μακραίωνης ιστορίας της», όπως αναφέρει το οπισθόφυλλο της καλαίσθητης έκδοσης. Ο Κωνσταντίνος Ι. Σουέρεφ, δρ Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων, μας εισάγει στον τόπο, δηλαδή στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και στη λίμνη Παμβώτιδα, που «αποτελούν ένα σημαντικότατο οικοσύστημα», καθώς «συνδυάζουν ιδιόμορφα στοιχεία γεωγραφίας, φυσικού και έντονα ανθρωπογενούς περιβάλλοντος», αλλά και στα ίχνη του παρελθόντος, απώτερα και πιο πρόσφατα. Όπως στα σπήλαια της Καστρίτσας, «το ένα με εγκατάσταση της ανώτερης παλαιολιθικής εποχής (22.000 - 9.000 χρόνια από σήμερα) και το άλλο της νεολιθικής εποχής (4η χιλιετία π.Χ.)», στην παραλίμνια Κρύα, στους πρόποδες του Μιτσικελίου, όπου οι ανασκαφές έφεραν στο φως δυο φάσεις κατοίκησης, η μία της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, στην οποία ανήκει και η σπάνια χάλκινη περόνη που υποδηλώνει σχέσεις με τη νότια Ελλάδα ή στη Βίτσα Ζαγορίου, βόρεια και εκτός του λεκανοπεδίου, που συνιστά σημείο αναφοράς λόγω της συστηματικής ανασκαφής του ορεινού μολοσσικού οικισμού και των νεκροταφείων του. Ο ίδιος κάνει εκτενή αναφορά στην αρχαία Δωδώνη, ΝΔ του λεκανοπεδίου, 22 χλμ από τα Ιωάννινα, όπου βρισκόταν το διάσημο μαντείο του Δία και της Διώνης, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων με τα εξαιρετικά εκθέματα, αλλά και στους θρύλους και τις ιστορίες που μεταφέρουν παραδόσεις για τον ειδυλλιακό τόπο της Ελλοπίας, τους προγονικούς μύθους των Μολοσσών, τον βασιλιά τους Πύρο, τον Μέγα Αλέξανδρο που είχε επισκεφτεί πιθανότατα το περίφημο μαντείο με τη μητέρα του (πριγκίπισσα των Μολοσσών) πριν την εκστρατεία στην Ανατολή. Η Βαρβάρα Ν. Παπαδοπούλου, δρ Αρχαιολόγος, Διευθύντρια Εφορείας Αρχαιοτήτων Άρτας και αναπληρώτρια Διευθύντρια Εφορείας Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων, μιλάει για τη βυζαντινή πόλη. «Τα Ιωάννινα αναμφισβήτητα υπήρξαν ονομαστή και ακμάζουσα πόλη κατά τη βυζαντινή περίοδο. Ανασκαφικές και λοιπές έρευνες που έγιναν τα τελευταία χρόνια έχουν φέρει στο φως πολλά στοιχεία που ανατρέπουν την παλαιά επικρατούσα άποψη ότι η πόλη των Ιωαννίνων κτίστηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και ότι σχετίζεται με την πόλη Νέα Εύροια. Είναι πλέον αποδεκτό ότι στην ίδια θέση προϋπήρχε μια σημαντική αρχαία πόλη με ισχυρό τείχος, το όνομα της οποίας δεν είναι ακόμη γνωστό και η οποία συνέχισε να κατοικείται και τους επόμενους αιώνες», γράφει η Έφορος, εισάγοντας τον αναγνώστη στη βυζαντινή πόλη με την εμπορική δύναμη (κυρίως τον 13ο και 14ο αιώνα, καθώς διατηρούσε επαφές με τη Βενετία) και την ακμαία εβραϊκή κοινότητα. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε πολλά για την ισχυρή οχυρωμένη πόλη, που αναπτυσσόταν κυρίως εντός του Κάστρου, «καθώς τα περισσότερα οικοδομήματα και μνημεία καταστράφηκαν κυρίως μετά τα γεγονότα του αποτυχημένου επαναστατικού κινήματος του Διονυσίου Φιλοσόφου (ή Σκυλόσοφου), επισκόπου Λαρίσης και Τρίκκης, που έγινε το 1611». Στο πλαίσιο της βυζαντινής πόλης, γίνεται αναφορά στην οχύρωση, που «ακολουθεί σε μεγάλο μέρος της το προγενέστερο αρχαίο τείχος, ένα μεγάλο μέρος του οποίου έφερε στο φως η πρόσφατη ανασκαφική έρευνα», την τάφρο, τους πύργους και τις δυο ισχυρές ακροπόλεις, που διαμορφώθηκαν στους βραχώδεις λοφίσκους του Κάστρου, παρέχοντας «μεγαλύτερη ασφάλεια στους κατοίκους, αλλά και τους τοπικούς ηγεμόνες». Σε ξεχωριστό κεφάλαιο η αρχαιολόγος αναφέρεται στο Κάστρο και στα Μνημεία του, συγκεκριμένα στην οθωμανική οχύρωση, καθώς η σημερινή μορφή του Κάστρου χρονολογείται στην περίοδο του Αλή Πασά, διοικητή της Ηπείρου. «Στις αρχές του 19ου αιώνα έγιναν εκτεταμένες εργασίες, που ενσωμάτωσαν μεγάλα τμήματα της προγενέστερης βυζαντινής οχύρωσης, η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη ανασκαφική έρευνα, εδράζεται σε τμήμα οχύρωσης ελληνιστικών χρόνων. Τον 19ο αιώνα το Κάστρο εξακολουθούσε να αποτελεί τον πυρήνα της πόλης των Ιωαννίνων, αν και αρκετούς αιώνες πριν η πόλη είχε αναπτυχθεί εκτός των τειχών», σημειώνει. «Το Νησί, φυσικά απομονωμένο από το αστικό περιβάλλον, ειδυλλιακό και γαλήνιο, ήταν επόμενο να αποβεί ιδανικό ησυχαστήριο. Η μοναδική του πολιτεία, παράλληλα με τη θρησκευτική άσκηση, απέβη ιδιαίτερα γόνιμη και δημιουργική στην καλλιέργεια των Τεχνών και των Γραμμάτων», σημειώνει η Θέτις Ξανθάκη, δρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, για τα Μοναστήρια στο Νησί -το πλέον χαρακτηριστικό τοπόσημο ολόκληρου του λεκανοπεδίου της πόλης- για τα οποία «έχουν διασωθεί ελάχιστες γραπτές, ιστορικές μαρτυρίες. Η πληθώρα και το εύρος των πληροφοριών που τα αφορούν προέρχεται από αυτά τα ίδια τα μνημεία: από την αρχιτεκτονική συγκρότηση και μορφολογία του καθολικού τους, από τον σημαντικό τοιχογραφικό τους διάκοσμο, σε όποια και όσος διασώζεται, καθώς και από τις εξαιρετικά διαφωτιστικές κτητορικές και άλλες συναφείς επιγραφές που τον συνοδεύουν και τον σχολιάζουν. Πηγή συμπληρωματικής, αλλά σημαντικής, πληροφόρησης αποτελεί επίσης η πρόσθετη, δεύτερη ονομασία κάποιων μοναστηριών, όπως Μονή Φιλανθρωπηνών ή Σπανού, Στρατηγοπούλου ή Ντίλιου, Ελεούσας ή Γκιουμάτων, η οποία οφείλεται στη χορηγία κάποιου εύπορου Γιαννιώτη στο συγκεκριμένο ίδρυμα», τονίζει. Η συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφερθεί διεξοδικά και στον τοιχογραφικό διάκοσμο των μοναστηριών, όπως της Μονής Αγίου Νικολάου Φιλανθρωπηνών, που διενεργήθηκε σε τρεις φάσεις (1531/32, 1542 και 1560) και εντυπωσιάζει με την έκταση, τη γλαφυρότητα και την άρτια απόδοση. Μεταξύ πολλών άλλων, αξίζει να επισημανθεί η «εξαιρετικά ενδιαφέρουσα απεικόνιση ομάδας αρχαίων Ελλήνων σοφών χαμηλά, στον νότιο τοίχο, των Πλάτωνα και Απολλώνιου, και στον δυτικό, των Σόλωνα, Αριστοτέλη, Πλούταρχο, Θουκυδίδη και Χίλωνα, οι οποίοι, σε εύγλωττες στάσεις ενδιαφέροντος, αποκρυφιστικού διαλόγου συζητούν "...περί της παρουσίας του Χριστού του Θεού ημών", σύμφωνα με την επιγραφή που σχολιάζει την εικόνα στο άνω πέρας της». Την πόλη κατά την Οθωμανική περίοδο περιγράφει ο Ηλίας Κολοβός, αν. καθηγητής Οθωμανικής Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. «Περίπου έναν αιώνα μετά την παράδοση στους Οθωμανούς (σ.σ. το 1430), στα πρώτα χρόνια του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, ένα κατάστιχο, που καταγράφηκε τότε απογράφοντας τις κτήσεις της δυναστείας των Οθωμανών στην ελληνική χερσόνησο, απέγραψε τα Ιωάννινα ως μια πολυπληθή πόλη με χριστιανική πλειονότητα, εν συνόλω 645 νοικοκυριά (μεταξύ των οποίων 35 με επικεφαλής χήρες) και 70 αγάμους, που διέμεναν σε 38 συνοικίες εξίσου εντός και εκτός του Κάστρου [...] Η μουσουλμανική παρουσία στα Ιωάννινα [...] περιοριζόταν σε μια κοινότητα μόλις 45 νοικοκυριών Μουσουλμάνων, στην οποία θα πρέπει να προσθέσουμε και τη δύναμη 43 ανδρών της φρουράς και των οικογενειών τους...», επισημαίνει μεταξύ άλλων ο συγγραφέας, ο οποίος αναφέρεται και στην αποτυχημένη εξέγερση του Διονύσιου Φιλόσοφου, που προκάλεσε την είσοδο των Μουσουλμάνων των Ιωαννίνων στο Κάστρο (από όπου εκδιώχθηκαν οι Χριστιανοί). Την «οθωμανοποίηση» του Κάστρου συμβολίζει η ανέγερση στα 1618 του τζαμιού και του συγκροτήματος ευαγών ιδρυμάτων του Αλσάν Πασά «στη θέση όπου πριν από την ίδρυση του Κάστρου βρισκόταν το Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, που πιθανώς έδωσε το όνομά του στην πόλη», υπογραμμίζει. Ο καθηγητής αναφέρεται και στον γνωστό Οθωμανό περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή, που επισκέπτεται τα Ιωάννινα το 1670 δίνοντας σημαντικές πληροφορίες για την πόλη, τα τζαμιά εντός και εκτός τειχών, την αγορά, που δεν είναι κλειστή, αλλά «επειδή βρίσκεται κοντά στις σκάλες της Κέρκυρας, της Πάργας, της Σαγιάδας και του Νταλιανιού (Βουθρωτού), μεταφέρονται και πουλιούνται εδώ κεντήματα, παπλώματα και χρυσοποίκιλτα υφαντά από όλη τη Φραγκιά, μαζί με χίλια δυο εξαίσια υφάσματα από μεταξωτό τούλι [...]. Μεταξύ των τεχνιτών, ξεχωρίζουν οι αναρίθμητοι ραφτάδες, αλλά και οι κουγιουμτζήδες (αργυροχόοι). Στο κέντρο της αγοράς στέκει ένα ζωγραφισμένο καφενείο με χωρητικότητα πέντε χιλιάδες μουστερήδων (σ.σ. πελάτες). Από κάθε γωνιά του ξεπηδούν ταμπήδες (έτσι λέγονταν τα γκαρσόνια στα καφενεία τότε) για να φέρουν τους καφέδες στους σοφούς και εραστές της γνώσης, ομιλητικούς δερβίσηδες θαμώνες. Το καφενείο είναι γεμάτο παραμυθάδες, μουσικούς, τραγουδιστές και οργανοπαίχτες...», περιγράφει γλαφυρά ο περιηγητής. Στη συνέχεια ο Ηλ. Κολοβός κάνει εκτενή αναφορά στα Ιωάννινα του Αλή Πασά, αλλά και στις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις της πόλης που ξεκίνησαν το 1846. Τέλος, ο τόμος κλείνει με δυο ακόμα ενδιαφέροντα κεφάλαια: τη μετάβαση από την Τουρκοκρατία στην Απελευθέρωση, του συγγραφέα και αρθρογράφου Αλέξανδρου Μωυσή, και την αρχιτεκτονική έκφραση μετά την Απελευθέρωση, για την οποία γράφει η Ιουλία Παπασταύρου δρ Αρχιτεκτονικής.
more
06
04
2023
Athens24: “IRAQ – 9 ΤΟΠΟΙ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ της Heather Raffo. Πες μου λίγα λόγια για την παράσταση που πρωταγωνιστείς”. Ανδριάνα Σταυριδοπούλου: “Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2013, σε σκηνοθεσία και διδασκαλία χαρακτήρων από την Μαρία Τσαρούχα στο θέατρο Vault και είχα την τύχη να το δω κι εγώ τότε ως θεατής, αλλά και νέα μαθήτρια στην τέχνη της υποκριτικής. Λίγα χρόνια αργότερα ανέβηκε ξανά στον Τεχνοχώρο Εργοτάξιον, αυτή τη φορά ήμουν βοηθός της σκηνοθέτη Μαρίας Τσαρούχα και τώρα συμμετέχω σ'αυτό ως ηθοποιός. Το έργο της συγγραφέως αποτελεί ύμνο στην Γυναίκα, δίνοντας φωνή σε όλες τις γυναίκες της Μέσης Ανατολής έτσι όπως δεν τις έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα. Έμπνευσή της στάθηκε η επίσκεψη που έκανε η ίδια στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Βαγδάτη, σ’ ένα ταξίδι της στο Ιράκ τον Αύγουστο του 1993. Εκεί ήρθε σε επαφή με το έργο της Ιρακινής καλλιτέχνη Layla Al-Attar, μια σπουδαία ζωγράφος, που μέσα από την τέχνη της επεδίωξε να αναδείξει τη σημασία του γυναικείου φύλου. Οι μονόλογοι οδηγούν σε έναν πολύχρωμο, πολυδιάστατο, ευφυή και λαμπερό διάλογο γένους θηλυκού μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Δύο κόσμοι γεμάτοι αντιφάσεις και ανισότητες, που ενώ φαίνονται παράλληλοι, τέμνονται στην αναζήτηση της γυναικείας φύσης και θέσης. Με φόντο τους δύο πολέμους του Κόλπου, τον λόγο παίρνουν οι Ιρακινές γυναίκες και εξιστορούν τις ζωές τους εμβαθύνοντας στο τι σημαίνει να είσαι γυναίκα σε μία χώρα που επισκιάζεται από το καθεστώς του πολέμου. Ταυτόχρονα γινόμαστε μάρτυρες της αντίπερα όχθης μέσα από τα μάτια της Αμερικάνας γυναίκας. Τα κεκτημένα δικαιώματα της Δύσης για ελευθερία, αγάπη, αλήθεια, επιθυμία μπαίνουν στο μικροσκόπιο της κοινωνικής πραγματικότητας αποδεικνύοντας το αναπόφευκτο: ότι η γυναίκα δεν είναι πουθενά ελεύθερη, όμως η λαχτάρα για επιθυμία και ο αγώνας για ελευθερία είναι το σημείο τομής των δύο αυτών κόσμων και η γυναίκα αποτελεί τη βαθύτερη σύνδεσή τους… η γυναίκα που αγαπά, πονά, συμπονά, αιμορραγεί, γεννά, πεθαίνει, συγχωρεί. Το “IRAQ – 9 Τόποι Επιθυμίας” είναι ένα έργο αγάπης, ένα υπόδειγμα γραφής, που το περιοδικό New Yorker περιέγραψε ως “ένα παράδειγμα πως η τέχνη είναι δυνατόν να ανοικοδομήσει τον κόσμο””. Athens24: “Είναι ένα έργο που αντικατοπτρίζει την σύγχρονη κοινωνία, ποια είναι τα μηνύματα που θέλει να περάσει”; Ανδριάνα Σταυριδοπούλου: “Το “Ιράκ” είναι ένα έργο αγάπης, καθαρά ανθρωποκεντρικό και πολυδιάστατο. Είναι από αυτά τα έργα που χρειάζονται πολλές “αναγνώσεις” και κάθε φορά εστιάζεις σε κάτι καινούριο. Ξεκινάει με τον χαρακτήρα της “Μουλάγια”, μιας οντότητας που συλλέγει παπούτσια στο ποτάμι... μαζεύει ψυχές...έχει βαθείς συμβολισμούς. Το έργο ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στο κυριολεκτικό και το μεταφορικό, και λίγο πριν το τέλος η Μουλάγια εμφανίζεται ξανά. Η φρίκη του πολέμου, οι καταστροφικές συνέπειες, τα θύματα, οι αναπηρίες, οι καρκίνοι και οι τερατογενέσεις. Τραύματα βαθιά που στιγματίζουν τον άνθρωπο. Η γυναίκα και η θέση της στην Ανατολή, οι επιθυμίες της και οι ελευθερίες της, η βαθιά κοινωνική υποκρισία της Δύσης. Τραυματικές εμπειρίες. Η αναζήτηση της απελευθέρωσης, κυριολεκτικής και πνευματικής. Γεγονότα που σημαδεύουν ανεξίτηλα όλες τις πλευρές. Ο αγώνας για επιβίωση και φυσικά το χρήμα. Όλα περιστρέφονται γύρω από αυτό. Η ύπαρξή σου ισοδυναμεί με χρήματα. Ο θεατής μπορεί να ταυτιστεί με τον κάθε χαρακτήρα. Υπάρχουν αλήθειες σε όλα. Τα μηνύματα είναι πολλά και μας αφορούν όλους ανεξαιρέτως”. Athens24: “Τι είναι αυτό που θα “κρατήσεις” από το έργο όταν τελειώσουν οι παραστάσεις”; Ανδριάνα Σταυριδοπούλου: “Προσωπικά, θα κρατήσω τα πάντα από αυτό το έργο από αυτή τη δουλειά και όσα ακόμη προκύψουν, γιατί δεν τελειώνει ποτέ ό,τι χτίζουμε μέσα μας. Είναι μια δουλειά που έγινε με πολύ προσωπικό κόπο και πόνο από όλες μας ατομικά και συλλογικά. Ένα μεγάλο στοίχημα με τον εαυτό μας. Το ταξίδι μας μόλις ξεκίνησε άλλωστε και είναι πολλά ακόμη αυτά που έχουμε να ανακαλύψουμε και να βιώσουμε επί σκηνής. Το πιο σημαντικό για μένα είναι ο κόσμος που έρχεται να δει την παράσταση να καταλάβει ότι όσο μακρυά κι αν είναι αυτοί οι άνθρωποι από εμάς χιλιομετρικά, τελικά δεν μας χωρίζει τίποτα στην πραγματικότητα και μας αφορά. Μας αφορά όλους. Οι άνθρωποι φτιάχνουμε τα κοινωνικά συστήματα και όχι το αντίστροφο. Έχουμε όλοι τη δύναμη και την επιλογή να μας αφορά”. Athens24: «Πόσο δύσκολο είναι λόγω και τον συνθηκών που επικρατούν να καταφέρουν οι ηθοποιοί και όλοι οι υπόλοιποι συντελεστές να καταφέρουν να υλοποιήσουν το όραμά τους”; Ανδριάνα Σταυριδοπούλου: “Εδώ και πολλά χρόνια η κατάσταση κοινωνικοπολιτικοοικονομικά είναι δύσκολη για τους ανθρώπους που ασχολούνται με τις τέχνες και τον πολιτισμό. Εγώ τουλάχιστον ακούω από παιδί ότι το θέατρο δεν αρκεί για να επιβιώσεις και πρέπει να κάνεις παράλληλα κάτι ακόμα. Και πράγματι πολλοί είναι οι ηθοποιοί που εργάζονται και σε άλλους τομείς. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν ομάδες στον χώρο της υποκριτικής με όραμα και μεράκι που καταφέρνουν να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα. Νιώθω ευγνωμοσύνη που ανήκω κι εγώ σε μια τέτοια ομάδα, είναι σπουδαίο να κάνεις αυτό που αγαπάς μέσα σε μια μεγάλη αγκαλιά που αντέχει όλους τους κραδασμούς εξωτερικούς (κράτος, πολιτεία, σύστημα) και εσωτερικούς (ανασφάλειες, εγωισμούς, φοβίες, άγχη). Πέφτουμε και ξανασηκωνόμαστε, δίνουμε το χέρι ο ένας στον άλλον, παλεύουμε με τον εαυτό μας, δοκιμαζόμαστε, εκεί που χάνουμε την πίστη μας εκεί την ξαναβρίσκουμε, αγκαλιάζουμε τις ανασφάλειές μας, είμαστε σε ένα διαρκές στοίχημα με τον εαυτό μας να καταφέρουμε να αφεθούμε... Εύχομαι όσοι επιθυμούν να ασχοληθούν με την υποκριτική να μπορούν να δουν ότι το θέατρο ΔΕΝ είναι ανταγωνισμός, ΔΕΝ είναι η φήμη, ΔΕΝ είναι τα λεφτά, ΔΕΝ είναι τα “εγώ”, ΔΕΝ είναι το ψέμα, η απάτη, ΔΕΝ είναι λόγια, ΔΕΝ είναι εκμετάλλευση, ΔΕΝ είναι βία, φωνές και υποτίμηση, ΔΕΝ είναι άσκηση εξουσίας... Αν βρεθείτε ή βρεθήκατε σε τέτοιους χώρους να θυμάστε ότι το πρόβλημα ΔΕΝ ήταν το θέατρο. ΔΕΝ είναι έτσι το θέατρο και ΔΕΝ πρέπει να είναι έτσι”. Athens24: “Θα ήθελες κάποια στιγμή να ασχοληθείς με τη σκηνοθεσία”; Ανδριάνα Σταυριδοπούλου: “Προς το παρόν η σκηνοθεσία δεν έχει τραβήξει την προσοχή μου. Έχω εστιάσει στην υποκριτική και νιώθω ότι έχω πολλά να ανακαλύψω ακόμη για τον εαυτό μου. Παρ’ όλα αυτά είμαι ανοιχτή σε ερεθίσματα”. Athens24: “Θα έπαιρνες μέρος σε κάποιο talent show”; Ανδριάνα Σταυριδοπούλου: “Συνήθως τα talent shows είναι και reality shows και αυτό το είδος τηλεοπτικής ψυχαγωγίας δεν με εκφράζει. Επίσης δεν έχω δει ως τώρα κάποιο talent show που εστιάζει στην υποκριτική”. Athens24: “Αν σου δινόταν η ευκαιρία για διεθνή καριέρα θα έφευγες από την Ελλάδα”; Ανδριάνα Σταυριδοπούλου: “Ναι θα έφευγα! Είναι ένα από τα μεγάλα μου όνειρα, από αυτά που δύσκολα ομολογώ, και δύσκολα θα έκανα, αλλά θα το ήθελα πολύ”. Athens24: “Πες μου λίγα πράγματα για τα μελλοντικά σου σχέδια”. Ανδριάνα Σταυριδοπούλου: “Η αλήθεια είναι ότι δεν κάνω μακροπρόθεσμα πλάνα σαν άνθρωπος, προσπαθώ να είμαι στη στιγμή. Σίγουρα θέλω να συνεχίσω την πορεία μου ως ηθοποιός και να ανακαλύπτω νέες εκδοχές του εαυτού μου, άλλωστε το ταξίδι αυτό δεν τελειώνει ποτέ”.
more
05
03
2023
Η Έλενα Ναθαναήλ, μπαίνοντας στο χώρο του θεάματος κοριτσάκι είχε να αντιμετωπίσει την «Εθνική Σταρ» Αλίκη Βουγιουκλάκη, την Τζένη Καρέζη και τη λίγο μεγαλύτερή της, Ζωή Λάσκαρη, που είχε ήδη κάνει τεράστια επιτυχία. Ο χώρος που της έμενε δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλος, για το μέγεθος της ελληνικής κινηματογραφίας, αλλά θα καταφέρει να εισχωρήσει και να διακριθεί, να λατρευτεί και να αφήσει το δικό της στίγμα. Η ψηλόλιγνη κορμοστασιά της, τα εκφραστικά μεγάλα μαύρα μάτια της, σε συνδυασμό με τα κατάμαυρα μακριά μαλλιά της, η αριστοκρατική της χάρη, η άνεσή της με τον φακό, ο ατίθασος χαρακτήρας της, θα μαγνητίσουν το κοινό, σχεδόν θα αλλάξουν τη μόδα της εποχής. Η Έλενα Ναθαναήλ είχε όμως και ταλέντο, έστω και ανεπεξέργαστο, ήταν ένα άκοπο διαμάντι, που παρά ταύτα, θα αναδείξει το υποκριτικό της ταλέντο, αποφεύγοντας τις υπερβολές και επιβάλλοντας τις λιτές ερμηνευτικές της ικανότητες. Όμως, θα έχει και αυτή την ατυχία να ωριμάσει όταν το ελληνικό σινεμά άρχισε να παρακμάζει, να γίνεται έρμαιο της επτάχρονης δικτατορίας και της ανοησίας, με κάποιες εξαιρέσεις, σε κάποιες απ' τις οποίες ευτύχισε να συμμετάσχει. Από τον πρόωρο θάνατό της συμπληρώνονται 15 χρόνια, όταν το πρωί της 4ης Μαρτίου μαθαίναμε το θλιβερό νέο. Ο καρκίνος στον πνεύμονα τη νίκησε. Ήταν μόλις 61 ετών. Μπορεί η Έλενα Ναθαναήλ να είχε αποσυρθεί ουσιαστικά από το θέατρο και το σινεμά πολλά χρόνια, αλλά ο χαμός της πλήγωσε τις αναμνήσεις των Ελλήνων. Σκοτείνιασε τον καταγάλανο ουρανό της Μάνης που λάτρευε, της Εύβοιας όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια της, με τον έρωτα της ζωής της, τον παλαίμαχο ποδοσφαιριστή, Τάσο Μητρόπουλο. Οι αντιρρήσεις και η Λαμπέτη Η Έλενα Ναθαναήλ Δεληβασίλη, ήταν γόνος εύπορης οικογένειας - ο πατέρας της ήταν υφαντουργός και με καταγωγή από το Αϊβαλή, ενώ η μητέρα της, από την οποία κράτησε και το Ναθαναήλ, είχε καταγωγή από τη Μάνη. Γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1947 στην προσφυγική συνοικία της Νέας Φιλαδέλφειας, πήγε στο ιταλικό γυμνάσιο και παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της θα κάνει το δικό της και θα μπει στον χώρο του θεάματος. Θα σπουδάσει υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη, ενώ τελικά ο πατέρας της θα υποχωρήσει όταν θα δει την αγαπημένη ηθοποιό της Έλενας, Έλλη Λαμπέτη, στο θέατρο και θα συνειδητοποιήσει ότι τα στερεότυπα για τις ηθοποιούς ήταν ανοησίες. Κάτι να Καίει Σε ηλικία μόλις 16 χρόνων, η Ναθαναήλ έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, στην έγχρωμη ρομαντική κωμωδία «Κάτι να Καίει», σε σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη και έχοντας όλο το επιτελείο του Φίνου δίπλα της. Τη μουσική του Μίμη Πλέσσα, τον σκηνογράφο Μάρκο Ζέρβα και συμπρωταγωνιστές τα πιο «καυτά» ονόματα του ελληνικού σινεμά εκείνης της εποχής. Από Ντίνο Ηλιόπουλο, Ρένα Βλαχοπούλου, Κώστα Βουτσά και Μάρθα Καραγιάννη, μέχρι Χρήστο Τσαγανέα, Αλέκο Τζανετάκο και φυσικά τον ανερχόμενο τότε Χρήστο Νέγκα, τον φτωχό μουσικό που θα πάλευε για την αγάπη της. Άμα τη εμφανίσει, η Έλενα θα αναστατώσει το κοινό, φέρνοντας μία ξεχωριστή ομορφιά στη μεγάλη οθόνη. Παρά την επιτυχία της, χωρίς να πάρουν τα μυαλά της αέρα, θα επιλέξει να σπουδάσει στη Δραματική Σχολή του Κατσέλη, για να αποκτήσει τις απαραίτητες βάσεις, να πάρει τη μυρωδιά του παλκοσένικου. Εξώφυλλο ελληνικής ομορφιάς Λίγο πριν τελειώσει τις σπουδές της, θα πρωταγωνιστήσει το 1966 στο αξιοπρεπέστατο αισθηματικό δράμα «Ντάμα Σπαθί» του Γιώργου Σκαλενάκη, δίπλα στον γόη Σπύρο Φωκά. Η ταινία θα προβληθεί στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Σικάγου και στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Αμέσως μετά θα φωτογραφηθεί, ως πρέσβειρα της Ελλάδας στο μεγάλο γαλλικό περιοδικό «Paris Match», του οποίου θα κοσμήσει το εξώφυλλο. Ένα ιστορικό εξώφυλλο, που θα μπορούσε να τις ανοίξει τις πόρτες μιας διεθνούς σταδιοδρομίας, αν είχε πάρει την απόφαση να ξενιτευτεί. Κάτι που δεν θα αποφασίσει ούτε μετά την πρόσκληση από Γερμανό παραγωγό, που τον εντυπωσίασε και τις πρότεινε να πρωταγωνιστήσει στην κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας του Τόμας Μαν «Το αίμα των Βελζούνγκεν» σε σκηνοθεσία Ρολφ Τίλε. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, θα πρωταγωνιστήσει στην ανάλαφρη και αρκούντως τουριστική κομεντί «Επιχείρηση Απόλλων» και πάλι του Σκαλενάκη, ο οποίος ανέδειξε για μία ακόμη φορά την ομορφιά της, αλλά και το δέσιμό της με τα υπέροχα ελληνικά τοπία. Μια ελληνοσουηδική παραγωγή του 1968, που έκοψε πάνω από 300.000 εισιτήρια, παρότι δεν είχε δίπλα της κάποιον αναγνωρίσιμο συμπρωταγωνιστή, αλλά τον άχρωμο Τόμας Φριντς. Η υποκριτική ωριμότητα μιας 20χρονης Το 1968, όμως, θα είναι μία ιδιαίτερη χρονιά για την Έλενα Ναθαναήλ, καθώς θα πρωταγωνιστήσει στο δυνατό ρομαντικό δράμα, «Ραντεβού με μία Άγνωστη», σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη. Μία ενδιαφέρουσα ταινία, από τις καλύτερες της καριέρας της, που θα της χαρίσει και το βραβείο Α' Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σε ηλικία 21 χρόνων. Δίπλα της ο Γιάννης Βόγλης, στο ρόλο του εραστή και ο Δημήτρης Μυράτ στο ρόλο του ψυχρού συζύγου. Τον επόμενο χρόνο θα παίξει στο φιλμ «Ξύπνα Βασίλη», μια από τις καλύτερες κωμικές σάτιρες του παλιού ελληνικού σινεμά, που βασίζεται στο καλογραμμένο θεατρικό του Δημήτρη Ψαθά, σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη και έχοντας ως συμπρωταγωνιστές τον υπέροχο Γιώργο Κωνσταντίνου, τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο, στο ρόλο του αξέχαστου «ποιητή Φανφάρα». Η Ναθαναήλ, παρότι ακόμη κοριτσόπουλο, θα δείξει, με τη μετρημένη και φρέσκια ερμηνεία της, ότι έχει όλα τα φόντα για μία ακόμη καλύτερη πορεία. Ωστόσο, κάπου εδώ τελειώνουν και οι πολλές ελευθερίες στο σινεμά, η χούντα επιβάλει τη δική της αισθητική και το δικό της «ιδεολογικό» περίγραμμα, δίνοντας ακόμη μία κλωτσιά στο ελληνικό σινεμά, που είχε αρχίσει να παρακμάζει. Το τελευταίο κινηματογραφικό καλοκαίρι Η συνέχεια θα είναι ανάλογη με αυτή πολλών νέων συναδέλφων της, που εξάντλησαν το ταλέντο τους σε επιεικώς αδιάφορες ταινίες. Μεταξύ άλλων θα γυρίσει τις ταινίες «Το Λεβεντόπαιδο», με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, «Εθελοντής στον Έρωτα», με τον Κώστα Βουτσά, τη συγκινητική δραμεντί «Εκείνο το Καλοκαίρι», με τον Λάκη Κομνηνό και την αξέχαστη μουσική του Γιάννη Σπανού, το τολμηρό, για την εποχή και σήμερα καλτ «Αναζήτηση» με τον Άγγελο Αντωνόπουλο και την κωμωδία «Ο Αισιόδοξος» πάλι με τον Βουτσά. Ανεξάρτητη και ερωτευμένη Η Έλενα Ναθαναήλ θα αφήσει έξω από το θέαμα και τα τερτίπια της δημοσιότητας την προσωπική της ζωή και παρότι συνεργάστηκε με μερικούς από τους ωραιότερους άνδρες του ελληνικού σινεμά. Δεν θα παντρευτεί ποτέ, για να μη χάσει την ανεξαρτησία της, ούτε ακόμη και όταν απέκτησε το 1973 τη μοναχοκόρη της, ενώ έζησε το μεγάλο έρωτά της για 29 χρόνια με τον Τάσο Μητρόπουλο, με τον οποίο κατοικούσαν τα τελευταία χρόνια της ζωής της στο κτήμα τους στην Εύβοια, φτιάχνοντας το δικό τους κρασί. Ναι, σαν το παλιό καλό κρασί θα μπορούσε να επιστρέψει στη μεγάλη οθόνη και στις δεκαετίες του 1980-1990, αλλά όσοι έπαιξαν στο λεγόμενο εμπορικό σινεμά θεωρούνταν κακώς από το νέο ελληνικό σινεμά καμένα χαρτιά, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Έτσι, η Έλενα Ναθαναήλ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ένα αστέρι που έσβησε γρήγορα. Δεν ήταν όμως κομήτης. Ήταν μία τρυφερή γενναία ύπαρξη, ένα πανέμορφο κορίτσι, που δύσκολα θα ξαναδούμε και ακόμη πιο δύσκολα θα ξεχάσουμε.
more
16
01
2023
Κάνοντας εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο - κυρίως τα γεμάτα ζωντάνια νεανικά κοινά - να σπαρταράνε από τον φόβο, να ανατριχιάζουν και μόνο από ένα πλάνο του ή από δυο νότες από τα σάουντρακ που έγραφε ο ίδιος για τις ταινίες του, ο Κάρπεντερ θα αναδειχθεί ως ο Άρχων του Τρόμου, έναν τίτλο που δεν έχασε παρότι η τρομαχτική του αίγλη θα ξεθωριάσει γρήγορα, καθώς η εποχή του θα ξεπεραστεί από το τεχνολογικό σπριντ, τα ψηφιακά εφέ, τα μπλογκμπάστερ, την υπερπαραγωγή horror ταινιών. Ο μετρ του τρόμου και της φαντασίας δεν είχε τίποτα από τα παραπάνω ανάγκη για να καθηλώσει τον θεατή. Οι ταινίες του ήταν αφοπλιστικά απλές, γυρισμένες με πενιχρά μέσα, σε κλειστούς χώρους και διέθεταν στοιχειώδες σενάρια, που μπορούσαν όμως να μεταδώσουν συγκίνηση και φυσικά αναρίθμητες ανατριχίλες.   Το γουέστερν και οι ευρωπαϊκές δοξασίες Ο Τζον Κάρπεντερ, που συμπληρώνει αισίως τα 75 του χρόνια (16 Ιανουαρίου 1948) μας συστήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, ως ένας παράξενος, αντισυμβατικός, αλλοπαρμένος σκηνοθέτης, που αμέσως αγαπήθηκε από το νεανικό κοινό. Πέρα, όμως, από τους φαν του τρόμου, ο Κάρπεντερ εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως και από τους γνήσιους σινεφίλ. Αυτούς που λάτρεψαν τον Φελίνι ή τον Βισκόντι, τον Γκοντάρ ή τον Τριφό, αρέσκονταν να αναλύουν τον Χιούστον ή τον Χοκς ή ακόμη και τον Αΐζενστάιν, αλλά είχαν και μια ελαφρώς κρυφή ενοχή, να απολαμβάνουν τα φιλμ του Κάρπεντερ. Άλλωστε και ο ίδιος ο Κάρπεντερ υπήρξε ένας σινεφίλ, ένας ταινιοφάγος, που λάτρευε το γουέστερν και ειδικά τον μεγάλο δάσκαλο Τζον Φορντ, τον Σέρτζιο Λεόνε και τον Χάουαρντ Χοκς. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το θρίλερ «Ο Σταθμός 13 Δέχεται Επίθεση» αποτελεί μία ιδιότυπη διασκευή του κλασικού και αρχετυπικού γουέστερν «Ρίο Μπράβο» του Χάουαρντ Χοκς. Μπορεί να μην είχε για πρωταγωνιστή δημοφιλή αγαπημένο πρωταγωνιστή, αλλά είχε καταφέρει να μπει στο πνεύμα της συνεχώς εντασσόμενης κλιμακούμενης ανησυχίας, για το τελικό ξεκαθάρισμα. Ο Κάρπεντερ, γνώρισε πολύ μεγαλύτερη αποδοχή - ακόμη και δοξασίες - στην Ευρώπη απ’ ό,τι στην Αμερική, καθώς η αιρετική του σκέψη, ο αντισυμβατικός του κινηματογραφικός χαρακτήρας έδενε περισσότερο με τα κύματα ανανέωσης του ευρωπαϊκού σινεμά. Όπως και οι έξυπνες συχνότατες σινεφιλικές αναφορές στις ταινίες του, κάτι που γοήτευαν και γοητεύουν τους Ευρωπαίους. Η αφοπλιστική δήλωσή του για το πώς έβλεπαν το έργο του, είναι ενδεικτική: «Στη Γαλλία είμαι δημιουργός, στη Γερμανία κινηματογραφιστής, στη Βρετανία σκηνοθέτης ταινιών τρόμου και στις ΗΠΑ απλά αλήτης».   Οι μουσικές σπουδές και η τρέλα του σινεμά Ο Κάρπεντερ γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου του 1948 στη Νέα Υόρκη, ενώ γρήγορα η οικογένειά του μετακόμισε στο μακρινό Κεντάκι. Μπορεί ο πατέρας του, που ήταν καθηγητής μουσικής να του μετέδωσε την αγάπη για την τέχνη του, αλλά ο μικρός Τζον ενδιαφερόταν περισσότερο για τα γουέστερν των Χοκς και Φορντ, καθώς και για τις χαμηλού προϋπολογισμού ταινίες τρόμου και επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του ‘50. Θα αρχίσει να γυρίζει ταινίες μικρού μήκους με φιλμ 8 χιλιοστών πριν ακόμη πάει στο γυμνάσιο! Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Κεντάκι, όπου ο πατέρας του διεύθυνε το μουσικό τμήμα, για να μεταγραφεί στη Σχολή Κινηματογραφικών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας το 1968, αλλά, όπως συνήθως συμβαίνει, τα παράτησε για να μπει στο μαγικό σύμπαν του σινεμά, καθώς είχε αρχίσει να γράφει το σενάριο της βραβευμένης με Όσκαρ ταινίας μικρού μήκους «Τhe Resurrection Of Broncho Βilly». Εκεί κάπου θα γνωριστεί και με τον μελλοντικό σεναριογράφο Νταν Ο Μπάνον («Αlien») για να δουλέψουν μαζί μια σεναριακή ιδέα με αστροναύτες που θα προετοίμαζαν τον αποικισμό του διαστήματος, που εξελίχθηκε τελικά στο «Dark Star». Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Κάρπεντερ, που έφτασε στις αίθουσες το 1974, θα πιάσει και το ραντάρ του Τζορτζ Λούκας, για να τον χρησιμοποιήσει στα οπτικά εφέ του «Πολέμου των Άστρων». Πάντως, η ταινία δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα και ο Κάρπεντερ, για να βγάλει το μεροκάματο, θα γράψει το σενάριο του εξαιρετικού θρίλερ «Τα Μάτια Της Λόρα Μαρς» και έκανε λίγη τηλεόραση.   Όταν έπεσαν οι Μάσκες Το 1976 θα παρουσιάσει το χαμηλού προϋπολογισμού «Ο Σταθμός 13 Δέχεται Επίθεση», με το οποίο θα προκαλέσει αίσθηση στο φεστιβάλ του Λονδίνου. Όμως, αυτό είναι δευτερευούσης σημασίας, καθώς ο παραγωγός Μουσταφά Ακάντ, που έψαχνε κάποιον ανερχόμενο σκηνοθέτη να γυρίσει μια φτηνή ταινία φρίκης, με ήρωα ένα μανιακό δολοφόνο που σκοτώνει μπέιμπι σίτερ. Ο Κάρπεντερ θα μπει στα πλατό για τρεις εβδομάδες, έχοντας για πρωταγωνιστές τη νεαρά Τζέιμι Λι Κέρτις και τον εμβληματικό Ντόναλντ Πλέζανς και με μόλις 300.000 δολάρια στην τσέπη, θα παραδώσει - σωστά καταλάβατε - τη «Νύχτα με τις Μάσκες», που υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικά επιτυχίες του ανεξάρτητου σινεμά, αλλά και ένας σταθμός στα horror φιλμ, αλλάζοντας το είδος, με τους πολυάριθμους φίλους, για πάντα.   Η Απειλή Θα ακολουθήσει, η ακόμη πιο μεστή δουλειά του, η περίφημη «Ομίχλη» το 1980, με πρωταγωνιστή τον Κερτ Ράσελ, τον οποίο υπερεκτιμούσε ο Κάρπεντερ και γι’ αυτό θα συνεργαστεί μαζί του σε πέντε ταινίες. Η επιτυχία της ταινίας και η ωριμότητα που δείχνει πλέον αυτός ο «αλήτης» του ανεξάρτητου σινεμά, θα τον φέρει στις αγκαλιές των μεγάλων στούντιο. Τον επόμενο χρόνο θα μετατρέψει τον φουτουριστικό εφιάλτη «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη» σε μία σχεδόν αναρχική κωμωδία, βάζοντας τον Κερτ Ράσελ στο πιλοτήριο μιας θορυβώδους διασκεδαστικής περιπέτειας. Το 1982 η «Απειλή» του θα προκαλέσει παρατεταμένες ανατριχίλες, όχι μόνο από τις εικόνες τρόμου, αλλά και από τις σκέψεις για όσα απειλούν την ανθρωπότητα.   Το οκτακύλινδρο έκαψε λάδια Το 1983 θα γυρίσει την κλασική πλέον «Κριστίν», βασισμένη στο εξαίρετο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ. Ένας σπασίκλας έφηβος θα αγοράσει μια σαραβαλιασμένη Plymouth Fury, που την είχαν ονομάσει Κριστίν. Ο νεαρός θα την κάνει σαν καινούργια, κάτι που εκτιμά ιδιαίτερα το αυτοκίνητο και θα σκοτώσει οποιονδήποτε θεωρεί απειλή για αυτήν και τον ιδιοκτήτη της. Το οκτακύλινδρο θα ανεβάσει στροφές στις νεανικές παρέες, αλλά εν αντιθέσει με την πεποίθηση ότι ο Κάρπεντερ θα βγάλει όλη τη δημιουργική του ιπποδύναμη, η καριέρα του θα αρχίσει να καίει λάδια, η δημιουργικότητά του να ρετάρει, το όνομά του να περνά στην ιστορία αν και δεν είχε συμπληρώσει τα 45 του χρόνια. Οι επόμενες ταινίες του «Στάρμαν», «Χαμός στην Τσάιναταουν», «Ζουν Ανάμεσά Μας», «Στο Στόμα της Τρέλας» κλπ, θα έχουν λίγο πολύ κάτι από την ιδιοφυή τρέλα του Κάρπεντερ, αλλά οι περισσότερες θα περάσουν σχεδόν απαρατήρητες, ενώ η δεκαετία του ‘90 θα είναι εντελώς καταστροφική.   Απροσάρμοστος Ο Κάρπεντερ, δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις νέες εποχές, τις συνθήκες, τη σημασία που έδιναν οι παραγωγοί στο περίβλημα, στην αποδοχή των τεχνοκρατών που εισέβαλαν στο Χόλιγουντ. Έτσι, σχεδόν θα παραιτηθεί, παρά τις σποραδικές του εμφανίσεις, προτιμώντας να αφήσει ως κληρονομιά τον δικό του προσωπικό τόνο στον κινηματογράφο και μια γλυκιά ανάμνηση για το χειροποίητο εμπνευσμένο σινεμά. Και βεβαίως, ας μην το ξεχνάμε, τα μελωδικά του μοτίβα, που έγραψε για τις ταινίες του, που θα μας θυμίζουν τι σημαίνει το αίσθημα του φόβου στη σκοτεινή αίθουσα.
more